109/2023 ΜονΠρ. Χαλκιδικής (Τακτική Διαδικασία): αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία αυτό ζητούσε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της πλήρους κυριότητάς του επί επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της εσφαλμένης αρχικής εγγραφής, ώστε το ακίνητο να καταχωρηθεί ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου σε ποσοστό 100% / Δημόσια και ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις, που παραχωρήθηκαν για γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, όπως αυτές κατά καιρούς ίσχυσαν και κωδικοποιήθηκαν με τα άρθρα 14 έως και 27 του Δασικού Κώδικα, εφόσον αξιοποιήθηκαν κατά τους όρους της παραχώρησης ή της εκχέρσωσης, εκδόθηκαν οριστικά παραχωρητήρια και ουδέποτε μετέβαλαν τη χρήση για την οποία παραχωρήθηκαν, δεν υπάγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και μπορούν να διαθέτουν για χρήση, συναφή προς το σκοπό της παραχώρησης / Απορρίπτει αγωγή / Δικαίωση του εντολέα μας.

Δικηγόρος 1ου εναγομένου / Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Νομική έρευνα, σύνταξη προτάσεων και ενστάσεων, σύνταξη αντίκρουσης: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ) – Κυριακή Τεκτονίδου (ΔΣΘ).

Από την υπ’ αριθμ. ΧΧΧΔ’/6-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ΧΧΧ, που προσκομίζει το ενάγον (Ελληνικό Δημόσιο), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη καταθέσεως του δικογράφου του και εγγράφου γνωστοποίησης ότι μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, με την επισήμανση ότι εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη (κατ’ άρθρ. 1 και 2 του ν. 4335/2016 σε συνδυασμό με άρθρ. 226 ΚΠολΔ), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εναγόμενο, κατ’ άρθρ. 127 και 128 ΚΠολΔ. Ο τελευταίος, όμως, δεν κατέθεσε προτάσεις κατά την άνω ορισθείσα προθεσμία και, συνεπώς, κατά την άνω ορισθείσα (μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας) δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, δεν συμμετείχε στη δίκη. Πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι οι εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας λόγω αδυναμίας έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (δοθέντος ότι, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα στην αγωγή, στην αρχική -φερόμενη ως εσφαλμένη- εγγραφή του επιδίκου ακινήτου αμφότεροι οι εναγόμενοι τυγχάνουν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του επιδίκου), θεωρείται ότι ο απολιπόμενος εναγόμενος αντιπροσωπεύεται από τον παριστάμενο πρώτο, λογιζομένου, συνεπώς, ωσεί παρόντος, κατ’ άρθ. 76 παρ.1 ΚΠολΔ.

Με την υπό κρίση αγωγή, το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει ότι ως δημόσια γαία (εραζιίμιριγιέ), δυνάμει του Οθωμανικού Νόμου «Περί Γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856), του άρθρου 2 § 4 Ν.147/1914 όπως συμπληρώθηκε με το 9 του Ν.262/1914, των άρθρων 1 και 13 του νόμου «περί τοπίων» της 7ης Σαμπάν 1276 (1858), τις διατάξεις περί δασών του νόμου της 11 της Σεβάλ 1286 (1868), των άρθρων 2 και 3 των οδηγιών της 23ης Μουχαρέμ 1293 (1875) και της από 28 Σεφέρ 1304 (1886) εγκύκλιο του Τουρκικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και του άρθρου 60 § 1 της Συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25/08/1923 Ν.Δ., περιήλθε σε αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Κράτους ο βοσκότοπος «ΧΧΧ» στη ΧΧΧ Χαλκιδικής, στον οποίο περιλαμβάνεται το ακίνητο με ΚΑΕΚ ΧΧΧ, εμβαδού 2.003 τ.μ., κείμενου στην περιοχή «ΧΧΧ» … του Δήμου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Ότι με τις υπ’ αριθμό Ε21182, Ε/23019, Ε/24575, Ε/26893/6-8-1955 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών αποφασίστηκε η παραχώρηση δημόσιων κτηνοτροφικών εκτάσεων του Νομού Χαλκιδικής προς αποκατάσταση κτηνοτροφών, μεταξύ των οποίων και ο Βοσκότοπος «ΧΧΧ» της Κοινότητας ΧΧΧ, εμβαδού 6.000 στρεμμάτων, οι οποίες διατέθηκαν, χωρίς όμως να διατεθεί το υπ’ αριθμό ΧΧΧ τεμάχιο, όπου περιλαμβάνεται το επίδικο, το οποίο παρέμεινε στην κυριότητα του. Ότι άλλως απέκτησε κυριότητα επί της επίδικης έκτασης με την κύρωση της διανομής έτους 1972, κατ’ άρθρο 3 § 6 Ν.Δ. 1189/1972. Ότι άλλως κατέστη κύριος του ως άνω με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 § 1 Α.Ν. 1539/1938, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 ΕισΝΑΚ και του άρθρου 58 Ν.Δ. 86/1969, ασκώντας από το έτος 1945 και μετά πράξεις φυσικής εξουσίασης επ’ αυτού. Ότι κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής αυτής αναγράφηκαν ως συγκύριοι του ανωτέρω ακινήτου οι εναγόμενοι, κατά ποσοστό 50% έκαστος εξ αδιαιρέτου, με τίτλο κτήσης το αναφερόμενο στην αγωγή
συμβόλαιο πώλησης.

Με βάση το ιστορικό αυτό, το ενάγον, επικαλούμενο άμεσο έννομο συμφέρον, και προσδιορίζοντας την αξία του επίδικου ακινήτου στις 25.000,00 ευρώ, ζητά να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας του επί του ως άνω ακινήτου, και να διαταχθεί η
διόρθωση της εσφαλμένης αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του ΟΚΧΕ Κτηματολογικού Γραφείου ΧΧΧ, ώστε το ως άνω επίδικο ακίνητο να καταχωρηθεί ως ιδιοκτησία του σε ποσοστό 100%, με αιτία κτήσης τον “ΝΟΜΟ και υπ’ αριθ. Ε/21182, Ε/23019, Ε/24575, Ε/26893/6-8-1955 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών”, και τέλος, να
καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 6 § 2 εδ. α’ του Ν.2664/1998, 14 § 2 και 29 του ΚΠολΔ) κατά την
προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε νόμιμη και επαρκώς ορισμένη, καθότι για τον προσδιορισμό του επιδίκου αρκεί η αναφορά του μοναδικού αριθμού Κ.Α.Ε.Κ. (ΕφΑθ 2375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου, και ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 ΚΠολΔ, 6 § 1, 2 και 8 του Ν. 2664/1998, όπως αυτός ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του από τους Ν.3481/2006 και Ν.4164/2013. 

Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της: 1) ασκήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 6 § 2 του Ν. 2664/1998, καθόσον κατά την παρ. 2 του άρθρου 102 του Ν. 4623/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 Ν.4821/2021, ΦΕΚ A 134: «2. Για τις περιοχές που κηρύχθηκαν υπό κτηματογράφηση πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3481/2006 (Α’ 162), η αποκλειστική προθεσμία της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, εάν δεν είχε λήξει η ίδια ή οι παρατάσεις της μέχρι τις 30.11.2018, λήγει στις 31.12.2022», 2) καταχωρήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στα τηρούμενα κτηματολογικά φύλλα, των επηρεαζόμενων με το δικόγραφο αυτής ακινήτων στο αρμόδιο κτηματολογικά γραφείο (σχετ. το υπ’ αριθμό πρωτ.: ΧΧΧ/14-12-2021 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Κτηματολογικού Γραφείου ΧΧΧ), και προσκομίζεται αντίγραφο του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ενώ δεν απαιτείται 3) η καταβολή δικαστικού ενσήμου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 Κ.Δ. 26/06-10/07/1944 και 4) η προσκομιδή του πιστοποιητικού του άρθρου 54Α § 5 Κ.Φ.Δ, καθόσον το Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από τον ΕΝ.ΦΙ.Α., κατ’ άρθρο 3 § 1 περ. α’ Ν.4223/2013, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 άρθρου 10 Ν.4474/2017, ΦΕΚ Α80/7.6.2017 (σύμφωνα δε με την παρ. 6 του αυτού άρθρου και νόμου, οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 ισχύουν από 01/01/2016, πλην αυτής της παραγράφου 5 κατά το μέρος που αφορά στην Ε.Ο. και Κ., για την οποία ισχύει από 01/01/2017).

Από τα έγγραφα που προσκομίζονται νόμιμα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων θα αναφερθούν κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, καθώς και από την υπ’ αριθμόν ΧΧΧ/25-02-2022 ένορκη βεβαίωση του Ν.Τ. του Δ., πολιτικού μηχανικού, κατοίκου ΧΧΧ, οδός ΧΧΧ, η οποία (βεβαίωση) δόθηκε ενώπιον της κ. Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και προσκόμισε μετ’ επικλήσεως ο πρώτος εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθη μετά από νόμιμη, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, κλήτευση του αντιδίκου του (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. ΧΧΧ/18-2-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ΧΧΧ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην περιοχή «ΧΧΧ» της ΚοινότηταςΧΧΧ του Δήμου Σιθωνίας Χαλκιδικής, έχει εμβαδόν 2.003 τ.μ. και έχει καταχωριστεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Κεντρικής Μακεδονίας με ΚΑΕΚ ΧΧΧ, οι δε εναγόμενοι έχουν καταχωρηθεί ως συγκύριοι αυτού, σε ποσοστό 50% έκαστος εξ αδιαιρέτου. Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς … το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους, υπεισήλθε στην κυριότητα όλων των ακινήτων που ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου, ενώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε21184, Ε/23019, Ε/24575, Ε/26893/6-8-1955 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών αποφασίστηκε η παραχώρηση δημόσιων κτηνοτροφικών εκτάσεων του Νομού Χαλκιδικής προς αποκατάσταση κτηνοτροφών, μεταξύ των οποίων και ο Βοσκότοπος «ΧΧΧ» της Κοινότητας ΧΧΧ, εμβαδού 6.000 στρεμμάτων, οι οποίες διατέθηκαν, χωρίς όμως να διατεθεί το υπ’ αριθμό 61 τεμάχιο, όπου περιλαμβάνεται το επίδικο, το οποίο παρέμεινε στην κυριότητα του, η δε οριστική αυτή διανομή κυρώθηκε με το Ν.Δ. 1189/28-6-1972 (ΦΕΚ Α’ 99). Στη συνέχεια, δυνάμει του μη ανακληθέντος υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 4140 και οριστικού τίτλου – παραχωρητηρίου ΧΧΧ/3-8-19ΧΧ του Δασαρχείου Πολυγύρου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ΧΧ και αριθμό ΧΧ των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ΧΧΧ Χαλκιδικής, παραχωρήθηκε, δυνάμει του άρθρου 14 και επ. του Ν.Δ. 86/1969 «Περί Δασικού Κώδικος» και έναντι τιμήματος 1.050 δραχμών, εξ ολοκλήρου καταβληθέντος, στον δικαιοπάροχο των εναγομένων, ΧΧΧ του ΧΧΧ, «Δημοσίαν Δασικήν έκτασιν εκ τριών (3) στρεμμάτων» (κατά τα αναφερόμενα στον ανωτέρω τίτλο κτήσης), στη θέση “ΧΧΧ” της περιφέρειας του χωριού ΧΧΧ, συνορευόμενη -κατά τα οριζόμενα στον αυτό τίτλο και στο συνημμένο αυτού σχεδιάγραμμα του Δασάρχη Πολυγύρου- ανατολικά, δυτικά και νότια με δημόσια δασική έκταση και βόρεια με αγρό ιδιοκτησίας του ΧΧΧ του ΧΧΧ. Σύμφωνα με την μνημονευόμενη στον ανωτέρω τίτλο από 16-2-1972 έκθεση του δασολόγου ΧΧΧ, ο ΧΧΧ του ΧΧΧ είχε ήδη προβεί σε εκχέρσωση και καλλιέργεια της έκτασης αυτής δυνάμει του υπ’ αριθ. ΧΧΧ/4-10-1957 προσωρινού τίτλου του Δασαρχείου Πολυγύρου. Περαιτέρω, με το υπ’ αριθ. ΧΧΧ/31-10-1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ΧΧΧ Χαλκιδικής, ΧΧΧ, νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο ΧΧ και αριθμό ΧΧ των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ΧΧΧ, ο ΧΧΧ του ΧΧΧ πώλησε το ως άνω ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στους εναγόμενους έναντι τιμήματος 180.000 δραχμών, το οποίο και εξόφλησαν, ως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθ. ΧΧΧ/11-5-1978 πράξη εξόφλησης του υπ’ αριθ. ΧΧΧ/1976 πωλητηρίου συμβολαίου και κατάργησης διαλυτικής αίρεσης του αυτού συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης στον τόμο ΧΧ και αριθμό ΧΧ των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ΧΧΧ. Ακολούθως, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, τμήμα της ως άνω παραχωρηθείσας έκτασης, εμβαδού 2.003 τ.μ., έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ΧΧΧ, οι δε εναγόμενοι καταχωρήθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ως συγκύριοι με ποσοστό 50% έκαστος εξ αδιαιρέτου και με τίτλο κτήσης το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ΧΧΧ/31-10-1976 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ΧΧΧ …. Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ΧΧ απόφαση της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Δασικού Χάρτη της Τοπικής/Δημοτικής Κοινότητας ΧΧΧ του Δήμου Σιθωνίας, η οποία εμπεριέχεται στο ΧΧο Πρακτικό της από Χ-Χ-2019 συνεδρίασης της εν λόγω Επιτροπής (ΑΔΑ: ΧΧΧ), που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο πρώτος εναγόμενος, προκύπτει ότι η μορφή των τμημάτων με αριθμούς ΧΧΧ και ΧΧΧ που αφορούν το επίδικο και αναφέρονται στους συνημμένους στην εν λόγω απόφαση ορθοφωτοχάρτες, έχει ως εξής: (α) Σύμφωνα με τους ορθοφωτοχάρτες έτους 1945 τα τμήματα 2 και 1 (ΧΧΧ) του επιδίκου φέρουν Δασική Βλάστηση σε ποσοστό άνω του 40%, ενώ το τμήμα 1 (ΧΧΧ) αυτού εμπίπτει σε μη δασική έκταση, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ΧΧΧ/20-1-1982 εκδοθείσα Πράξη Χαρακτηρισμού, ενώ (β) σύμφωνα με τους ορθοφωτοχάρτες πρόσφατης λήψης διαπιστώθηκε ότι τα τμήματα 1 και 2 (ΧΧΧ) του επιδίκου καλύπτονται από Άλλης Μορφής βλάστηση και όχι από δασική. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από όσα κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας που εξετάστηκε επιμελεία του πρώτου εναγομένου, Ν.Τ. του Δ., του οποίου η κατάθεση κρίνεται πειστική διότι έχει ιδία αντίληψη περί της μορφής της επίδικης έκτασης, καθότι γνωρίζει την περιοχή όπου ο πατέρας του έχει στην ιδιοκτησία του όμορο του επιδίκου ακίνητο με ΚΑΕΚ ΧΧΧ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε (σελ. 4η, στίχος 16ος και επ. της προμνησθείσας ένορκης βεβαίωσης) ότι: «Ως προς τον αγροτικό – δενδροκομικό χαρακτήρα της αρχικής έκτασης, γνωρίζω, λόγω γειτνίασης και από τις αφηγήσεις του πατέρα μου και του κ. ΧΧΧ, ότι αυτή παραχωρήθηκε προς το σκοπό αυτό στον τότε ιδιοκτήτη ΧΧΧ, δεδομένου ότι ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης όμορου (με την εξεταζόμενη έκταση) αγρού και ασκούσε την αυτή δραστηριότητα στην περιοχή, επομένως αιτιολογημένα η Διοίκηση είχε προχωρήσει και στην παραχώρηση της εν λόγω έκτασης για τον σκοπό της δενδροκομικής καλλιέργειας, προκειμένου ο XXX να επεκτείνει τη σχετική του δραστηριότητα, όπως και έπραξε. Τα ελαιόδεντρα αυτά υφίστανται και σήμερα και καλύπτουν την εν λόγω έκταση και η ηλικία τους αποδεικνύεται εύκολα με τις διαστάσεις του κορμού τους και τα χαρακτηριστικά τους. Ο κ. ΧΧΧ μέχρι τα πρόσφατα έτη μάζευε ελιές και τις έδινε για λάδι [ ..]». Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, προέκυψε ότι η επίμαχη παραχώρηση του επιδίκου προς τον ΧΧΧ του ΧΧΧ υπήρξε οριστική, με τον τελευταίο να αποκτά πρωτότυπα την κυριότητά του και το Ελληνικό Δημόσιο να αποξενώνεται από το έως τότε δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτού, οι δε εναγόμενοι, εν συνεχεία, κατέστησαν συγκύριοι αυτού, με ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, με παράγωγο τρόπο (αγορά) από τον δικαιοπάροχό τους, ΧΧΧ του ΧΧΧ. 

Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 17 του παραπάνω ν. 3208/2003, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 παρ.6 Ν.4280/2014 (ΦΕΚ A 159/8.8.2014), σύμφωνα με την οποία «Δημόσια και ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που παραχωρήθηκαν για γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια με τις διατάξεις της δασικής
νομοθεσίας, όπως αυτές κατά καιρούς ίσχυσαν και κωδικοποιήθηκαν με τα αρθρα 14 έως και 27 του Δασικού Κώδικα, εφόσον αξιοποιήθηκαν κατά τους όρους της παραχώρησης ή της εκχέρσωσης, εκδόθηκαν οριστικά παραχωρητήρια και ουδέποτε μετέβαλαν τη χρήση για την οποία παραχωρήθηκαν δεν υπάγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και μπορούν να διαθέτουν για χρήση, συναφή προς το σκοπο της παραχώρησης
», ενώ μη εφαρμοστέα τυγχάνει η τρίτη παράγραφος του ως άνω άρθρου 17 (του Ν. 3208/2003), αφού το ακίνητο από την αρχική παραχώρησή του και έως και σήμερα καλλιεργείται και αξιοποιείται προς τον σκοπό για τον οποίο αυτό παραχωρήθηκε, και δεν προκύπτει ότι έχει εγκαταλειφθεί.

Επομένως, δεκτού γενομένου του ισχυρισμού ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο πρώτος εναγόμενος με τις νομίμως και εμπροθέσμως προκατατεθείσες προτάσεις του, οι αγωγικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι η εγγραφή των εναγόμενων ως κυρίων στο ανωτέρω ΚΑΕΚ τυγχάνει εσφαλμένη και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτού, τόσο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους, όσο, επικουρικά, βάσει της κύρωσης της διανομής έτους 1972, τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. […] όπως αποδείχθηκε, ήδη από το έτος 1957 παραχωρήθηκε τούτο προσωρινά με τον υπ’ αριθ. ΧΧΧ/4-10-1957 προσωρινό τίτλο του Δασαρχείου Πολυγύρου προς τον δικαιοπάροχο των εναγομένων και το ενάγον αποξενώθηκε από αυτό, ενώ, εν συνεχεία, εξεδόθη ο προαναφερόμενος οριστικός τίτλος. Σημειώνεται ότι τα
αναφερόμενα από το ενάγον περί μη ταύτισης των ορίων της παραχωρηθείσας προς τον δικαιοπάροχο των εναγόμενων έκτασης και της επίδικης έκτασης με ΚΑΕΚ ΧΧΧ, για τα οποία και
προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το υπ’ αριθ. πρωτ. ΧΧΧ/17-5-2019 έγγραφο του Δασαρχείου Πολυγύρου, το οποίο, μεταξύ άλλων, απευθύνεται και προς την Πρόεδρο της 1ης Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Δασικού Χάρτη, ΧΧΧ, δεν είναι ικανά να στηρίξουν διαφορετική
δικανική πεποίθηση διότι οι επιφυλάξεις αυτές της Δασικής Υπηρεσίας λήφθηκαν υπόψη από την εν λόγω αρμόδια Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ΧΧ/1-8-2019 απόφαση επί των αντιρρήσεων του πρώτου εναγομένου, η οποία προσδιόρισε, μεταξύ άλλων, και τις συντεταγμένες κορυφών νέων πολυγώνων. Άλλωστε, τυχόν διαφοροποίηση των ορίων των δύο αυτών εκτάσεων οφείλεται και στο διαφορετικό εμβαδόν της κάθε έκτασης, αφού από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προέκυψε ότι η αρχική παραχωρηθείσα έκταση είχε εμβαδόν 3 στρέμματα, ενώ η σημερινή έκταση του επιδίκου έχει εμβαδόν 2.003 τ.μ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

277/2023 ΔΠ Ειρηνοδικείου Θεσ/νίκης: μη εμφανισθείσα και μη σφραγισθείσα επιταγή, ισχύει ως αφηρημένη υπόσχεση χρέους, δεν απαιτείται χαρτοσήμανση λόγω υποκείμενης σχέσης.

Μελέτη νομικών ζητημάτων και σύνταξη αίτησης: Στέλιος Μαυρίδης (ΑΜ ΔΣΘ 4474) / Θωμάς Δημητρίου (ΑΜ ΔΣΘ 8036) / Απόστολος-Παναγιώτης Αντωνόπουλος (ασκούμενος δικηγόρος).

…Ειδικότερα, με διαδοχικές, προφορικές και αυτοτελείς συμβάσεις πώλησης, καταρτισθείσες άτυπα στη Θεσσαλονίκη και για το χρονικό διάστημα από ΧΧ.ΧΧ.2021 έως ΧΧ.ΧΧ.2022, η αιτούσα εταιρεία πώλησε στην καθ’ής διάφορα μηχανήματα και προϊόντα, που εμπορεύεται, συνολικής αξίας ευρώ οκτώ χιλιάδων και πεντακοσίων (8.500,00 €), και εξεδόθησαν προς τούτο τα αντίστοιχα τιμολόγια-δελτία αποστολής, που αναφέρονται στην Καρτέλα Πελάτη. Δέον να επισημανθεί ότι, για την παρακολούθηση των συναλλαγών της αιτούσας εταιρείας με την καθ’ής η αίτηση έκδοσης δ.π., τηρούνταν και τηρείται λογαριασμός πελάτη (Καρτέλα), ήτοι απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, στην οποία καταχωρούνται η ημερομηνία κατάρτισης κάθε διαδοχικής πώλησης, ο αριθμός του εκδοθέντος παραστατικού, το είδος του παραστατικού, η αξία του εκδιδόμενου κάθε φορά και για την κάθε διαδοχική πώληση τιμολογίου, και στην οποία Καρτέλα χρεοπιστώνονται τα επιμέρους ποσά από τις χρεώσεις των τιμολογίων και τις εκάστοτε καταβολές χρηματικών ποσών εκ μέρους της καθ’ής. Ο λογαριασμός πελάτη (Καρτέλα) τηρείται με το σύστημα της προοδευτικής χρεοπίστωσης, ήτοι οι επιμέρους καταβολές εκ μέρους της καθ’ής εξοφλούσαν και εξοφλούν παλαιότερες οφειλές της, κ.ο.κ. Έτσι, όλες οι τυχόν καταβολές του πελάτη, και ειδικότερα αυτές της καθ’ής, που αφορούν στο επίδικο χρονικό διάστημα …, καταχωρούνται στη στήλη των πιστώσεων του τηρούμενου μεταξύ  αιτούσας και καθ’ής απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και αποσβένουν, κατά το ίδιο ποσό, το οφειλόμενο κάθε φορά χρεωστικό υπόλοιπο.

Στη συνέχεια, έναντι της συνολικής οφειλής των ευρώ οκτώ χιλιάδων και πεντακοσίων (8.500,00 €), η καθ’ ής εταιρεία εξέδωσε την με αριθμό ΧΧΧ ισόποση τραπεζική επιταγή, σε χρέωση του με αριθμό GRΧΧΧ λογαριασμού της, που αυτή τηρούσε στην «Τράπεζα ΧΧΧ», πληρωτέα εις διαταγήν της αιτούσας εταιρείας και στο υποκατάστημα (ΧΧΧ) της ως άνω Τράπεζας. Η εν λόγω επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς, όπως προκύπτει και από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη  Καρτέλα Πελάτη, η επιταγή καταχωρίσθηκε με α.α. 40 στην Καρτέλα στις ΧΧ.05.2022, με ισόποση πίστωση 8.500,00 €, ωστόσο η επί του σώματος της επιταγής σημειωμένη ημερομηνία έκδοσης είναι η ΧΧ.09.2022. Την επιταγή αυτή η αιτούσα  επιχείρησε να εμφανίσει για πληρωμή εμπρόθεσμα, κατά την ημερομηνία εμφάνισης και πληρωμής της, ήτοι στις ΧΧ.09.2022, πλην όμως την ενημέρωσε ο αρμόδιος υπάλληλος της Τράπεζας, ο οποίος  την εξυπηρέτησε, η επιταγή δεν μπορούσε να πληρωθεί λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της καθ’ής. Η αιτούσα επικοινώνησε άμεσα με την καθ’ής εταιρεία και, αφού γνωστοποίησε την αδυναμία πληρωμής, η νόμιμη εκπρόσωπός της καθ’ής, …., παρακάλεσε την αιτούσα να μη προβεί σε σφράγιση της ακάλυπτης επιταγής, δίνοντας  της παράλληλα την υπόσχεση/διαβεβαίωση ότι η οφειλή των 8.500,00 € θα πληρωθεί. Έτσι, η αιτούσα, πεισθείσα, δεν προέβη σε σφράγισή της. 

Κατόπιν τούτων, εις «μερική εκπλήρωση» τρόπον τινά της «υπόσχεσης/διαβεβαίωσης» που δόθηκε, η καθ’ής κατέβαλε στην αιτούσα μόνο το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (3.500,00 €) με το υπ’αριθμ. ΕΒΧΧΧ τραπεζικό έμβασμα, στις ΧΧ.10.2022 (βλ. Καρτέλα Πελάτη, α.α. 56, «έμβασμα από πελάτη, 3.500,00 ευρώ, έναντι επιταγής»). Έκτοτε, και παρά τις επανειλημμένες προφορικές διαμαρτυρίες και οχλήσεις  της αιτούσας προς την καθ’ης, η τελευταία δεν έχει προβεί σε καμία άλλη καταβολή με αποτέλεσμα να απομένει ακόμα  ως ανεξόφλητο υπόλοιπο εκ της ως άνω επιταγής το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (ήτοι: 8.500,00 € – 3.500,00 € = 5.000,00 €). Η καθ’ής οχλήθηκε με την από ΧΧ-12-2022 εξώδικη διαμαρτυρία, όχληση, δήλωση και πρόσκληση της αιτούσας προς αυτήν, που της επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη  ΧΧ/ ΧΧ-12-2022 Εκθεση Επίδοσης του ΧΧΧ, δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης,  και με την οποία  η αιτούσα εταιρεία κάλεσε την καθ’ής εταιρεία να της καταβάλλει το οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό υπόλοιπο. Στην εξώδικη αυτή η καθ’ής ουδέποτε απάντησε.

Από τα άρθρα 1, 2 και 28 του ν.5960/1933, συνάγεται ότι η επί της επιταγής σημείωση του χρόνου εκδόσεώς της είναι απαραίτητο στοιχείο του κύρους της, το οποίο όμως δεν θίγεται αν η σημειούμενη χρονολογία δεν είναι η αληθινή. Έτσι, η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι έγκυρη και μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και πριν από την ημερομηνία που φέρεται ότι εκδόθηκε, αφού η επιταγή είναι πληρωτέα πάντοτε “εν όψει” (ΑΠ 193/1999, ΕλλΔνη 40/1054).

Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ., 29, 40 παρ.1 και 52 του ν.5960/1933 «περί επιταγής» και 873 Α.Κ., η έκδοση επιταγής ισχύει παράλληλα και ευθέως (όχι δηλαδή κατά μετατροπή άλλης μορφής σχέσης) κατά συρροή και ως έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους, δηλαδή υφίσταται παράλληλα και ευθέως κατά συρροή μια δεύτερη απαίτηση του λήπτη. Επομένως, σε περίπτωση που η ενοχή από τον τίτλο της επιταγής καταστεί ανενεργής διαδικαστικώς (έκπτωση από το αναγωγικό δικαίωμα λόγω μη εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή), η επιταγή, λόγω ακριβώς της προαναφερόμενης συρρέουσας αξίωσης του λήπτη–κομιστή της κατά του εκδότου από την έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους, μπορεί να στηρίξει αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής, χωρίς να απαιτείται να επικαλεσθεί ο αιτών ότι ο εκδότης (επί επιταγής  σε  διαταγή  τρίτου  λήπτη)  ή ο  οπισθογράφος της (εκδότης σε διαταγή του ιδίου) από το ένα μέρος, και, ο κομιστής  της από το άλλο, θέλησαν  την  αντίστοιχη  ενοχή  τους  ως αφηρημένη, δηλαδή ανεξάρτητη της ενοχής από την  επιταγή  ή  ότι συντρέχουν οι  κατά το άρθρο 182 ΑΚ προϋποθέσεις μετατροπής, δεδομένου ότι: α) και  η  ανάληψη υποχρεώσεως  από  επιταγή είναι από τη φύση της αναιτιώδης, και, β) αν ο κομιστής επιταγής εξέπεσε από το αναγωγικό του δικαίωμα λόγω παραγραφής  ή  μη  εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, η επιταγή δεν είναι άκυρη (βλ. απόφαση ΜΠρ Λαμίας 310/1993, ΕΕΜΠΔ/1995, σελ.259 και προσκομιζόμενη και επικαλούμενη AD HOC54/2009 Ειρ.Θήρας). 

Η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη επιταγή ισχύει, κατά τα ανωτέρω, παράλληλα και ως έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους (άρθρο 873 Α.Κ.), αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα στοιχεία της εν λόγω σύμβασης αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, δεδομένου ότι η καθ’ής, διά της νομίμου εκπροσώπου της, υποσχέθηκε την πληρωμή της ως άνω επιταγής, 8.500,00 ευρώ, εξέδωσε την επίδικη επιταγή πληρωτέα σε διαταγή της αιτούσας εταιρείας, την παρέδωσε σε αυτήν την ΧΧ.5.2022 και η αιτούσα εταιρεία την παρέλαβε αυθημερόν, αποδεχθείσα την πληρωμή της οφειλής κατά την ημερομηνία έκδοσης της επιταγής (ΧΧ.9.2022), καταχωρίζοντας την στη Καρτέλα Πελάτη ως παραστατικό πίστωσης εκ μέρους της καθ’ής. Πλην, όμως,  η επιταγή, κατά την ημέρα πληρωμής της, δεν πληρώθηκε, ενώ, εκπρόθεσμα και μη προσηκόντως, αργότερα καταβλήθηκε, ως «έναντι ποσό», μέρος μόνον (3.500,00 ευρώ) του όλου ποσού που ανέφερε η επιταγή.

Όπως προκύπτει και από την τηρούμενη Καρτέλα Πελάτη, για το οφειλόμενο και επίδικο υπόλοιπο ποσό της επιταγής (8.500,00 – 3.500,00 = 5.000,00) η υποκείμενη αιτία είναι τα αναφερόμενα στην Καρτέλα παραστατικά (τιμολόγια πώλησης), για τα οποία, όμως, δεν υφίσταται ανάγκη προσκόμισής τους με την  κρισιολογούμενη αίτηση, καθώς ο λόγος, στον οποίο στηρίζεται η αίτηση, είναι το αξιόγραφο, δηλ. η επιταγή που δεν πληρώθηκε. Περαιτέρω, η καθ’ής  κατέθεσε την επιταγή ποσού 8.500,00 ευρώ μετά το τιμολόγιο νο.39 (παραστατικό: ΣΤΔΥ00ΧΧ). Αυτά τα τιμολόγια, τα αναφερόμενα στην Καρτέλα, συνιστούν όλα μαζί την  υποκείμενη αιτία της κατατεθείσης επιταγής, που δεν πληρώθηκε παρά μόνον μερικώς (3.500,00 στις ΧΧ-10-2022), με υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό εκ 5.000,00 ευρώ. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, η αιτούσα δεν υποχρεούται να καταβάλει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το νόμιμο χαρτόσημο (ΠΔ 28.7.1931 περί Κώδικος των νόμων περί Τελών Χαρτοσήμου) επί του ποσού της επίδικης επιταγής, καθώς αυτή έχει ήδη καταβάλει τον αναλογούντα δασμό (Φ.Π.Α.) επί των παραστατικών για την υποκείμενη αιτία της οφειλής εκ της επιταγής, όπως προκύπτει από τον αναγραφόμενο σε αυτά ΦΠΑ 24% για τα τιμολόγια με ΑΑ στην Καρτέλα: 1 έως 39, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες Περιοδικές Δηλώσεις ΦΠΑ της εταιρείας για τις περιόδους εντός των οποίων εξεδόθησαν τα με α.α. (στην Καρτέλα) 1-39 επίδικα τιμολόγια, και δη: (α) Δήλωση ΦΠΑ ΧΧΧ για την περίοδο από 1-11-2021  έως  30-11-21, που υπεβλήθη στην αρμόδια ΔΟΥ στις ΧΧ-12-2021, ….

Κατά τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται πλήρως και εγγράφως η αξίωση της αιτούσας, κατά το ποσό της προσκομιζόμενης και επικαλούμενης επιταγής, μετά την αφαίρεση του ποσού που κατέβαλε η καθ’ ης σύμφωνα με τα παραπάνω (εγγραφή στις 31-5-2022 με αιτιολογία «…Αξιόγραφα»), δηλαδή συνολικά το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00 €), και επομένως η αιτούσα εταιρεία δικαιούται να αξιώσει την καταβολή του και με έκδοση διαταγής πληρωμής, νομιμότοκα…

Το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην (άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 25 παρ.2), σύμφωνα με την έδρα της καθ’ής εταιρείας-ΝΠ.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

Η αίτηση είναι νόμιμη κατ’ άρθρα ΚΠολΔ: 623 επ., 624.1, 626, 628.1α’, 632.1, 633.1 και αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο πρωτότυπο της επίδικης επιταγής και από τα λοιπά επικαλούμενα στην αίτηση της αιτούσας έγγραφα, προσκομιζόμενα σε πρωτότυπα και σε αντίγραφα, αρμόδια δε καθ’ύλην και κατά τόπον και παραδεκτά φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, όπως ορίζεται στο διατακτικό, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (ΧΧΧ  eparavolo σε συνδ. με την ΧΧΧ  απόδειξη πληρωμής του στην Τράπεζα ΧΧΧ), με τα ανάλογα τέλη υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ και τα τέλη συζήτησης (Β.ΧΧΧ/ΧΧΧ τετραπλότυπη απόδειξη ΔΣΘ).

                                        ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ  

Δέχεται την αίτηση ως νόμιμη και βάσιμη.

1924/2022 ΔιοικΠρ. Θεσσαλονίκης, Τμ.Ι’ Μονομελές (Προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και κατά ΠΕΠ για μη αναγραφή 2 προσώπων, αγνώστων στοιχείων, στον Π.Π.): δεκτή η Προσφυγή / ακυρώνει την ΑΕΠ / παραπέμπει στο ΣτΕ για ακύρωση της Υ.Α.).

Σύνταξη Προσφυγής: Στέλιος Μαυρίδης (ΑΜ ΔΣΘ 4474) / Σύνταξη υπομνήματος και παράσταση στο ακροατήριο: Κωνσταντίνος Χριστιάς (ΑΜ ΔΣΘ 11307).

5. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της 27397/122/19-8-2013 απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την 8422/20/14-3-2014 κοινή υπουργική απόφαση και «όπως επαναλαμβάνεται» (κατά τα αναφερόμενα στο οικείο δικόγραφο) στην Φ.11321/11115/802/2-6-2014 κοινή υπουργική απόφαση, αποτελεί αίτηση ακύρωσης στρεφόμενη κατά κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων και υπάγεται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το ως άνω μέρος του, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί επί του παραδεκτού του κρινόμενου ένδικου βοηθήματος, κατά το παραπεμφθέν σε αυτό μέρος. 

6. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μxxx πράξης επιβολής προστίμου και του xxx δελτίου ελέγχου των αρμοδίων οργάνων του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α., αποτελεί προσφυγή, η οποία υπάγεται στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησής της.

9. Επειδή, ο καθ’ ου η προσφυγή Φορέας, με την xxx έκθεση απόψεων του Αναπληρωτή Διευθυντή του xxx΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μxxx πράξης επιβολής προστίμου, ως εκπρόθεσμης, προβάλλοντας ότι η πράξη αυτή απεστάλη ταχυδρομικώς στην προσφεύγουσα, λόγω όμως του ότι σχετική επιστολή επέστρεψε ως «αζήτητη», την xxx-2017 τοιχοκολλήθηκε στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του καθ’ ου η προσφυγή Φορέα περί ταχυδρομικής αποστολής της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα, περί επιστροφής της σχετικής επιστολής ως «αζήτητης» και περί τοιχοκόλλησης της πράξης αυτής στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος την xxx-2017 τυγχάνουν απορριπτέοι, προεχόντως, ως αναποδείκτως προβαλλόμενοι, δεδομένου ότι στον διοικητικό φάκελο δεν περιλαμβάνεται κανένα στοιχείο, εκ του οποίου να προκύπτει η ταχυδρομική αποστολή της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα ούτε η τοιχοκόλλησή της στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. Σε κάθε δε περίπτωση, η τοιχοκόλληση της μη επιδοθείσας πράξης στην ειδική πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελεί στάδιο της διαδικασίας επίδοσης, μόνον όταν αύτη επιχειρείται μέσω των οργάνων του εν λόγω Φορέα, ενώ δεν εφαρμόζονται οι περί τοιχοκόλλησης διατάξεις, όταν η επίδοση ενεργείται μέσω ταχυδρομικών εταιριών, κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει η ημερομηνία επίδοσης της προσβαλλόμενης Μxxx πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα, η ίδια δε αναφέρει ότι έλαβε γνώση αυτής την 22α-3-2018, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρινόμενη προσφυγή, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της ως άνω πράξης επιβολής προστίμου, ασκήθηκε εμπροθέσμως.

12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα διατηρεί επιχείρηση xxx στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού xxx. Την xxx-2017 και ώρα xxx΄, διενεργήθηκε από αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α. επιτόπιος έλεγχος στην προαναφερθείσα επιχείρηση, κατά τον οποίο βρέθηκαν να εργάζονται ο xxx, ως μηχανικός και πωλητής, η xxx, ως υπάλληλος, και ο, ως xxx, ενώ στον χώρο της επιχείρησης βρέθηκε ο υιός της προσφεύγουσας xxx και δύο άτομα αγνώστων στοιχείων. Στο συνταχθέν σχετικώς xxx δελτίο ελέγχου αναγράφεται ότι «κατά την είσοδο του κλιμακίου ελέγχου στην επιχείρηση στην είσοδο του θεάτρου υπήρχαν δύο κυρίες. Η πρώτη κυρία, μόλις μας είδε, σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μας και ρώτησε πως μπορεί να μας εξυπηρετήσει. Η δεύτερη κυρία, επίσης, όταν ρωτήθηκε αν εργάζεται, αφού πρώτα της δηλώσαμε την ιδιότητά μας, έφυγε από την επιχείρηση, μετά από παραίνεση της xxx. Επίσης, από την επιχείρηση έφυγε και η πρώτη κυρία.». Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Μxxx πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας δύο πρόστιμα, έκαστο ύψους 10.549,44 ευρώ και συνολικού ύψους 21.098,88 ευρώ, για τις παραβάσεις της μη αναγραφή δύο προσώπων αγνώστων στοιχείων στον πίνακα προσωπικού της επιχείρησής της.

13. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν την xxx-2021 υπόμνημά της, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίστατο σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτής και των δύο ανευρεθέντων στον χώρο της επιχείρησής της προσώπων αγνώστων στοιχείων … Προς απόδειξη δε των ανωτέρω ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκομίζει την xxx-2021 ένορκη βεβαίωση της xxx ενώπιον της αρμόδιας Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, για την οποία έχουν τηρηθεί τα προβλεπόμενα στο άρθρο 185 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της προσφεύγουσας και των δύο ατόμων αγνώστων στοιχείων, τα οποία ανευρέθηκαν στον χώρο της επιχείρησής της κατά τη διενέργεια του από xxx-2017 επιτόπιου ελέγχου εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α., όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή. Συγκεκριμένα, στο συνταχθέν xxx δελτίο ελέγχου αναφέρεται, σχετικά με το πρώτο άτομο αγνώστων στοιχείων, ότι βρισκόταν στην είσοδο του xxx, ότι, όταν είδε τους ελεγκτές, «σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος τους και ρώτησε πως μπορούσε να τους εξυπηρετήσει» και ότι εν συνεχεία αποχώρησε και, σχετικά με το δεύτερο άτομο αγνώστων στοιχείων, ότι βρισκόταν ομοίως στην είσοδο του… και ότι εν συνεχεία αποχώρησε, κατόπιν παραίνεσης υπαλλήλου της ελεγχόμενης επιχείρησης. Μόνον όμως η παρουσία των εν λόγω ατόμων στον χώρο εισόδου της ελεγχθείσας επιχείρησης και η εν συνεχεία αναχώρησή τους, χωρίς να προκύπτει ότι κατελήφθησαν να ασκούν συγκεκριμένα καθήκοντα που να προσιδιάζουν σε εργαζομένους της επιχείρησης, δεν αρκούν ώστε να στοιχειοθετηθεί ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της προσφεύγουσας και των ατόμων αυτών (βλ. και ΜΔΕφΘεσσαλονίκης 1567/2021). Το γεγονός δε ότι μία εκ των ανωτέρω ανευρεθέντων προσώπων αγνώστων στοιχείων (ανεξαρτήτως του εάν επρόκειτο περί της xxx, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ή όχι) πλησίασε τα αρμόδια όργανα του καθ’ ου η προσφυγή Φορέα και ρώτησε πως θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσει, μη συνεπικουρούμενο από κανένα άλλο στοιχείο και καμία άλλη σχετική διαπίστωση, δεν αρκεί ώστε να στηριχθεί η κρίση των ελεγκτών ότι αυτή συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την προσφεύγουσα. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε τα ανευρεθέντα αγνώστων στοιχείων πρόσωπα ούτε άλλοι εργαζόμενοι ή πελάτες της ελεγχθείσας επιχείρησης δήλωσαν ότι τα πρόσωπα αυτά διατηρούσαν εργασιακή σχέση με την προσφεύγουσα (βλ. και ΜΔΕφΘεσσαλονίκης 1567/2021). Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι, όπως ήδη κρίθηκε, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι τα δύο άτομα αγνώστων στοιχείων, τα οποία ανευρέθηκαν στον χώρο της επιχείρησης της προσφεύγουσας κατά τη διενέργεια του από xxx επιτόπιου ελέγχου, συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Μxxx πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της δύο πρόστιμα, έκαστο ύψους 10.549,44 ευρώ και συνολικού ύψους 21.098,88 ευρώ, λόγω της μη αναγραφής των ανωτέρω προσώπων στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού της επιχείρησής της, δεν είναι ορθή και νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων που προβάλλονται με την υπό κρίση προσφυγή.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μxxx πράξης επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α.

Ακυρώνει την Μxxx πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α.


406/2021 ΔιοικΕφ. Θεσσαλονίκης, Τμ.Α’-Ακυρωτικό (Αίτηση Ακύρωσης κατά απόφασης αναδάσωσης): δεκτή η αίτηση / ακυρώνει την απόφαση του Γ.Γ. της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μ-Θ.

Σύνταξη αίτησης ακύρωσης: Σ.Μαυρίδης και Θ.Δημητρίου (ΔΣΘ) / Σύνταξη υπομνήματος και παράσταση στο ακροατήριο: Σ.Μαυρίδης (ΔΣΘ).

3. Επειδή, η υπόθεση φέρεται προς νέα συζήτηση μετά την έκδοση της xxx/2020 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου τα αντίδικα μέρη να εκθέσουν τις απόψεις τους επί των προσκομισθέντων από τους αιτούντες, μετά την κατά την xxx/2019 πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, στοιχείων. 

4. Επειδή, ο πρώτος των αιτούντων, Σ.Σ., δεν παρέστη κατά την παρούσα δικάσιμο, είχε όμως νομιμοποιήσει τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως δικηγόρο Στυλιανό Μαυρίδη, με προφορική του δήλωση στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στην ως άνω δικάσιμο.

6. Επειδή … επομένως, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη είναι η xxx/6-4-2015 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης (γ΄ προσβαλλόμενη πράξη), η δε κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκείται εμπροθέσμως, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει κοινοποίησή της στους αιτούντες, ούτε τεκμαίρεται ότι οι τελευταίοι έλαβαν πλήρη γνώση της πράξης σε χρόνο προγενέστερο των 60 ημερών πριν από την άσκηση της αίτησης, ενώ εξάλλου, γνώση της πράξης δεν τεκμαίρεται από μόνη την ανάρτησή της στη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ».

8. Επειδή, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των προαναφερομένων διατάξεων, προκύπτει ότι στην αρμοδιότητα των ΕΠ.Ε.Α. ανήκει, κατ’ αρχήν, η κρίση περί του δασικού ή μη χαρακτήρα μίας εκτάσεως (ΣτΕ 775/2020 σκ. 8) και, επιπροσθέτως, ότι οι ΕΠ.Ε.Α. είναι αρμόδιες να αποφαίνονται για τον δασικό ή μη χαρακτήρα εκτάσεων που περιλαμβάνονται σε περιοχές που είναι κηρυγμένες ως αναδασωτέες.

9. Με την αίτησή τους οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι αμφότερα τα τμήματα ήταν αγροί, καλλιεργούμενοι συνεχώς και αδιαλείπτως, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, και το xxx-1973 έγγραφο του Δασάρχη xxx (που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως του δικαιοπαρόχου τους Γ.Σ., ενόψει της συντάξεως των προαναφερόμενων συμβολαίων αγοραπωλησίας του ακινήτου), σύμφωνα με το οποίο έκταση xxx τ.μ., στην οποία περιλαμβάνονται οι επίμαχες, στη θέση «xxx» …, όπως διαπιστώθηκε κατόπιν αυτοψίας, είναι αγρός και όχι δασική έκταση. Με την ίδια αίτηση οι αιτούντες ζήτησαν, επικουρικά, να αρθεί η αναδάσωση, διότι, και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι τα συγκεκριμένα εδαφοτεμάχια καλύπτονταν από δασική βλάστηση που καταστράφηκε λόγω της ως άνω πυρκαγιάς, αυτά έχουν και πάλι δασωθεί λόγω μακροχρόνιας απουσίας των αιτούντων και, ως εκ τούτου, ο σκοπός της αναδάσωσης έχει ήδη εκπληρωθεί. Επί της ανωτέρω αιτήσεως συντάχθηκε η xxx/2015 αρνητική εισήγηση του Δασάρχη xxx, βάσει δε αυτής, ο ασκών καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης εξέδωσε την xxx/2015 απόφαση, με την οποία απέρριψε την αίτηση, με την αιτιολογία ότι: «Δεν αίρουμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, την xxx/1998 απόφαση περί κήρυξης αναδάσωσης στη μείζονα έκταση εμβαδού xxx στρ. … και δεν ανακαλούμε την αναδασωτέα ιδιότητα σε ό,τι αφορά τις εκτάσεις Ε1 και Ε2, εμβαδών Ε1= xxx τ.μ. και Ε2= xxx τ.μ., … οι οποίες αποτελούν τμήματα ευρύτερης έκτασης της εν λόγω απόφασης κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας, διότι δεν υφίσταται λόγος ανάκλησης ή τροποποίησής της … για οποιαδήποτε πραγματική ή νομική αιτία».

10. Επειδή, οι αιτούντες, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά την ως άνω δικάσιμο (της xxx/2019), εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο προθεσμίας για την κατάθεση υπομνήματος, προσκόμισαν στη Γραμματεία του Τμήματος, τις xxx και xxx/2018 αποφάσεις της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Δασικού Χάρτη της Τοπικής Κοινότητας xxx του Δήμου xxx, με τις οποίες έγιναν δεκτές, αντιστοίχως, οι xxx και xxx/2017 αντιρρήσεις τους και κρίθηκε ότι αμφότερες οι επίμαχες εκτάσεις, … με ένδειξη ΑΝ, ΔΔ, είναι μη δασικές, διότι έχουν απωλέσει τον δασικό/χορτολοβαδικό χαρακτήρα πριν τις 11-6-1975, λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη, η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας, κατά δε τη στερεοσκοπική παρατήρηση Α/Φ έτους λήψης 1945 και 2007 φαίνεται ότι αποτελούσαν και αποτελούν μη δασικές εκτάσεις. Δεδομένου, όμως, ότι οι αποφάσεις αυτές δεν είχαν προσκομισθεί από τη Διοίκηση σε συμπλήρωση του διοικητικού φακέλου, αλλά προσκομίσθηκαν το πρώτον μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Ενόψει τούτου, με την xxx/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως όσον αφορά την προσβολή της xxx/2015 αποφάσεως του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας-Θράκης, προκειμένου τα αντίδικα μέρη να εκθέσουν τις απόψεις τους, σχετικώς με την επιρροή των ανωτέρω αποφάσεων της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων Δασικού Χάρτη στο αντικείμενο της δίκης, το παραδεκτό της αιτήσεως (ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως) και το βάσιμο των ισχυρισμών των αιτούντων (μη δασικός χαρακτήρας των επίμαχων εκτάσεων κατά την κήρυξη της αναδασώσεως).

11. Επειδή, ήδη, οι αιτούντες προσκόμισαν εκ νέου τις xxx και xxx/2018 αποφάσεις της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων κατά του Δασικού Χάρτη της Τοπικής Κοινότητας xxx του Δήμου xxx, υποστηρίζοντας ότι: α) εξακολουθεί να υφίσταται το αντικείμενο της δίκης και δεν συντρέχει λόγος κατάργησης αυτής, διότι, αν και δικαιώθηκαν πλήρως για όλη τους την έκταση, ο χαρακτηρισμός της ως αναδασωτέας (με κωδικό ΑΝ) «δεν έχει αρθεί από την αρμόδια προς τούτο Περιφέρεια», β) υφίσταται και σήμερα το έννομο συμφέρον τους, καθώς μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης που θα ακυρώνει τις προσβαλλόμενες πράξεις θα υποχρεωθεί η Διοίκηση να διορθώσει τον χαρακτηρισμό της έκτασης κατά τα κριθέντα από την ΕΠ.Ε.Α. και γ) με τις προσκομισθείσες αποφάσεις αποδείχθηκε το βάσιμο των ισχυρισμών τους, ότι δηλαδή οι επίμαχες εκτάσεις δεν είναι δασικές. Αντιθέτως, το Δημόσιο, σε εκτέλεση της ανωτέρω αναβλητικής απόφασης του Δικαστηρίου, προσκόμισε το xxx/2020 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του Δασαρχείου xxx γίνεται και πάλι αρνητική εισήγηση αναφορικά με την άρση της xxx/1998 απόφασης κήρυξης αναδασωτέας έκτασης του Διευθυντή Δασών Ν. xxx, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις προς τούτο. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο, για την ενδεχόμενη άρση και τροποποίηση μιας πράξης αναδάσωσης ισχύουν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44 παρ. 4 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, ανεξάρτητα αν η ΕΠ.Ε.Α. αποφάσισε ότι αυτή δεν αποτελούσε δάσος ή δασική είτε παλιά είτε πρόσφατα και, επιπλέον, η απόφαση αναδάσωσης αποτελεί ιδιαίτερης ισχύος διοικητική πράξη απορρέουσα από το άρθρο 117 του Συντάγματος, έχουσα την αυτοτέλειά της σε σχέση με το ειδικό καθεστώς που εισάγει για την προστασία της έκτασης στην οποία αναφέρεται. Περαιτέρω, επαναλαμβάνεται ο διαχρονικός δασικός χαρακτήρας των επίμαχων εκτάσεων, με αναφορά στη φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1980 και 1993, καθώς και ορθοφωτογραφιών έτους λήψης 2007-2009 και 2015.

12. Επειδή, κατ’ αρχάς, παρά τη θετική για τους αιτούντες έκβαση των υποβληθεισών αντιρρήσεών τους κατά του δασικού χάρτη με την έκδοση των σχετικών αποφάσεων xxx και xxx/2018 από την αρμόδια ΕΠ.Ε.Α., οι επίμαχες εκτάσεις δεν έχουν μέχρι σήμερα εξαιρεθεί από την αναδάσωση, όπως προκύπτει από το xxx/2020 έγγραφο του Δασαρχείου xxx, που ήδη προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο. Επιπλέον, οι εκτάσεις αυτές διατηρούν τον χαρακτηρισμό ΑΝ, που δηλώνει αναδασωτέα έκταση, στον αναρτηθέντα δασικό χάρτη, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στο σώμα των εν λόγω αποφάσεων, η διόρθωση του χαρακτηρισμού ΑΝ δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ΕΠ.Ε.Α. Επομένως, οι αιτούντες διατηρούν το έννομο συμφέρον τους και η εξέταση της κρινόμενης αίτησης παρίσταται λυσιτελής … Κατόπιν τούτων, οι xxx και xxx/2018 αποφάσεις της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων xxx, που, κατ’ αποδοχή σχετικών αντιρρήσεων των αιτούντων, έκριναν ότι οι ανωτέρω εκτάσεις δεν είναι δασικές, αποτελούν νέα στοιχεία, ικανά να κλονίσουν την πραγματική βάση της xxx/2015 προσβαλλόμενης πράξης περί μη άρσης της αναδάσωσης ως προς αυτές και μη ανάκλησης της αναδασωτέας ιδιότητάς τους (πρβλ. ΣτΕ 5390/2012), εφόσον, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 8 της παρούσας, η ΕΠ.Ε.Α. έχει κατά νόμο αρμοδιότητα να αποφαίνεται για τον δασικό ή μη χαρακτήρα εκτάσεων που περιλαμβάνονται σε περιοχές που είναι κηρυγμένες ως αναδασωτέες.

13. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία απορρίφθηκε η xxx/2015 αίτηση των αιτούντων περί ανακλήσεως της xxx/1998 απόφασης του Διευθυντή Δασών Νομού xxx όσον αφορά τις επίδικες εκτάσεις τους … έχει κλονιστεί κατά την πραγματική της βάση και, για τον λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί η εν λόγω πράξη, κατ’ αποδοχή της κρινόμενης αίτησης, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης. Περαιτέρω, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, προκειμένου να προβεί στις απαιτούμενες κατά το άρθρο 44 παρ. 4 του ν. 998/1979 ενέργειες (βλ. άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 3889/2010). Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του Δημοσίου η δικαστική δαπάνη των αιτούντων, ανερχόμενη στο ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα έξι (576) ευρώ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Ακυρώνει την xxx/2015 απόφαση του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης.

Αναπέμπει την υπόθεση στον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, για τις νόμιμες ενέργειες κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους αιτούντες.

Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ (576 €).

5112/2021 I’ ΜονΔιοικΠρωτ. Θεσσαλονίκης (προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και εκδοθείσης ΠΕΠ): ακύρωση προστίμου 10.500,00 ευρώ για αποδιδόμενη παράβαση μη απογραφής εργαζομένου / δεκτή η Προσφυγή μας / ακύρωση Πράξης και προστίμου.

Δικηγόρος προσφεύγουσας / σύνταξη προσφυγής & υπομνήματος: Σ.Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Επειδή: στο άρθρο 2 παρ.1 περ. α’ του α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α’ 179) , όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 4476/1965 (Α’ 103), ορίζεται ότι: «Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως: α) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής…». Με μέριμνα του εργοδότη το ένα αντίτυπο του  Πίνακα (Προσωπικού)  παραλαμβάνεται από την υπηρεσία κατάθεσης σφραγισμένο και αναρτάται σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας χωρίς τη στήλη των καταβαλλόμενων αποδοχών… Το άλλο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας του Σ.Ε.Π.Ε. Στο αρχείο των κατατεθειμένων Πινάκων των υπηρεσιών του Σ.Ε.Π.Ε. έχει άμεση πρόσβαση η αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. σε κάθε περίπτωση.

Επειδή, εξάλλου, ο ν. 4554/2018 … όριζε στο άρθρο 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 του  ν. 4635/2019 (Α’ 167/30 .10.2019), ότι: «l. Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α., που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη πρόστιμο ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά  δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων. 2. … 3. … 4. Σε κάθε παράβαση του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται ότι η σχέση εργασίας διήρκεσε τρεις (3) μήνες, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν διαφορετικά… Ως βάση υπολογισμού των εισφορών λαμβάνεται ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο ημερομίσθιο...”.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις xxx/2019 και ώρα 19.10 διενεργήθηκε, από όργανα του Π.Ε.Κ.Α. xxx  του Ε.Φ.Κ.Α., επιτόπιος έλεγχος στην ατομική επιχείρηση της προσφεύγουσας (κατάστημα ενδυμάτων) στο xxx.. Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αναγράψει σε πίνακα προσωπικού τη xxx (με ημερομηνία γέννησης xxx/2003), που βρέθηκε στο κατάστημα και θεωρήθηκε από τους ελεγκτές ως εργαζόμενη της επιχείρησης με την ειδικότητα της πωλήτριας και η οποία δήλωσε σε αυτούς ότι είναι φίλη της κόρης της ιδιοκτήτριας και την ημέρα του ελέγχου κρατούσε για λίγο το μαγαζί, διότι η ιδιοκτήτρια πήγε στα xxx για δουλειές (βλ. το συνταχθέν υπ’ αρ. xxx/2019 δελτίο ελέγχου των ως άνω οργάνων, στο οποίο αναγράφεται ως ημερομηνία πρόσληψης της εν λόγω φερόμενης ως εργαζόμενης η ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου).

Επειδή, με την κρινόμενη Προσφυγή, που επιδόθηκε νόμιμα στο καθ’ου, … όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση των προαναφερόμενων πράξεων, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν την συνέδεε εργασιακή σχέση με τη xxx. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, την ημέρα του ελέγχου, χρειάστηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητο την κόρη της, xxx, μαθήτρια της Α’ τάξης του Λυκείου, στα xxx, για λόγους διασκέδασης, κατόπιν παράκλησής της, η δε xxx, συμμαθήτρια και φίλη της κόρης της, προσφέρθηκε να παραμείνει η ίδια στο κατάστημα, ώστε αυτό να μην κλείσει, για να πληροφορεί τους τυχόν πελάτες για την ολιγόλεπτη απουσία της προσφεύγουσας και να τους ζητήσει να ξαναπεράσουν. Άλλωστε, κατά τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, ούτε στις προσβαλλόμενες πράξεις ούτε στην οικεία έκθεση ελέγχου αναφέρεται η συγκεκριμένη εργασία που διαπιστώθηκε να εκτελεί η xxx κατά τον χρόνο του ελέγχου, ενώ, περαιτέρω, δεν εξειδικεύεται με ποιον τρόπο τα ελεγκτικά όργανα κατέληξαν στο συμπέρασμα περί ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της ανωτέρω και της προσφεύγουσας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, επικαλείται και προσκομίζει: (α) τη ληφθείσα ένορκη βεβαίωση xxx, για  την  οποία   έχουν  τηρηθεί  τα προβλεπόμενα στο άρθρο 185 παρ. 2 του ΚΔΔ, με την οποία η μάρτυρας xxx, που, κατά δήλωσή της, διατηρεί κατάστημα  εμπορίας ανταλλακτικών  απέναντι    από    την    επιχείρηση της προσφεύγουσας, καταθέτει ότι η xxx δεν συνδεόταν με εργασιακή σχέση με την προσφεύγουσα και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της τελευταίας για το λόγο για τον οποίο η xxx βρισκόταν στην ως άνω επιχείρηση κατά το χρόνο του επίμαχου ελέγχου. Και (β) τις υπ’ αρ. xxx/2019 βεβαιώσεις σπουδών και την από xxx/2018 κατάσταση με στοιχεία μαθητών του Ημερήσιου Γενικού Λυκείου xxx, από τις οποίες προκύπτει ότι η xxx και η xxx, με όνομα μητέρας xxx, ήταν κατά το σχολικό έτος 2018 – 2019 μαθήτριες της Α’ τάξης του Λυκείου και φοιτούσαν στο τμήμα A1.

Επειδή, για να επιβληθεί σε βάρος εργοδότη πρόστιμο για μη καταχώριση εργαζόμενου σε πίνακα προσωπικού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που παρατέθηκαν…, θα πρέπει να διαπιστώνεται από τα όργανα του ελέγχου η απασχόληση του φερόμενου ως εργαζόμενου στην επιχείρηση του εργοδότη, καθώς ο τελευταίος υποχρεούται  να καταχωρεί στον πίνακα αυτό μόνο το προσωπικό που απασχολεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον διενεργηθέντα στις xxx/2019 από όργανα του Π.Ε.Κ.Α. xxx έλεγχο, η xxx, ηλικίας τότε 16 ετών, δήλωσε ότι είναι φίλη της κόρης της ιδιοκτήτριας και ότι, την ημέρα του ελέγχου, βρισκόταν στο κατάστημα λόγω προσωρινής απουσίας της προσφεύγουσας στα xxx, ενώ, περαιτέρω, στο σχετικώς συνταχθέν υπ’ αρ. xxx/2019 δελτίο ελέγχου, δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τα ανωτέρω όργανα  συνήγαγαν  ότι η xxx, η οποία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την προσφεύγουσα στοιχεία, ήταν συμμαθήτρια της κόρης της, απασχολείτο ως πωλήτρια. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει, περαιτέρω, του ότι η εκτίμηση των ελεγκτών περί απασχόλησης της xxx ως πωλήτριας δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, αλλά περί του αντιθέτου συνηγορούν όσα βεβαιώνονται στην υπ’ αρ. xxx/2021 ένορκη βεβαίωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχτηκε ότι, κατά τον χρόνο του επίμαχου ελέγχου, η xxx παρείχε προς την προσφεύγουσα εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής και, συνεπώς, η τελευταία δεν υποχρεούτο να την έχει καταχωρημένη σε πίνακα προσωπικού. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη παράβαση και, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη προσφυγή, οι προσβαλλόμεvες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν.

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθούν οι υπ’ αρ. xxx/2019 και xxx/2019 πράξεις του Π.Ε.Κ.Α. xxx του Ε.Φ.Κ.Α., να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α’ του ΚΔΔ).

1865/2021 ΜονΠρωτ. Αθηνών (Τακτική Διαδικασία, τιμολόγια): απορρίπτει την αγωγή του αντιδίκου μας, δεκτής γενομένης της ένστασης αοριστίας που υποβάλαμε.

Δικηγόρος εναγόμενων / σύνταξη προτάσεων και ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός, από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), πρέπει να περιέχει επιπλέον: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον Νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία ζητείται η καταβολή σε αυτόν του οφειλόμενου τιμήματος των πωληθέντων, θα πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, και δη θα πρέπει να αναφέρονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, α) η κατάρτιση της οικείας συμβάσεως πωλήσεως, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) η τιμή εκάστου πωληθέντος πράγματος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2009 σε ΕλλΔνη 2009.521, ΑΠ 1417/1999 σε ΕλλΔνη 41.766). Αντιθέτως, δεν απαιτείται αναφορά των αριθμών των σχετικών τιμολογίων και των λοιπών σχετικών φορολογικών παραστατικών, που εξεδόθησαν στο πλαίσιο της συμβάσεως πωλήσεως (ΕφΘεσ 1878/2002 σε Αρμ 2004.550, ΕφΘεσ 822/1991 σε Αρμ 1981.447). Σε περίπτωση, δε, που το συνολικό τίμημα διαμορφώθηκε από περισσότερες ομοειδείς αιτίες, για τις οποίες εκδόθηκαν αντίστοιχα παραστατικά, και γίνεται επίκληση μερικότερων καταβολών, δεν αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρεται αναλυτικά κάθε επιμέρους καταβολή κι έναντι ποίου χρέους καταβλήθηκε.

Ωστόσο, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, στο σύνολό της, διότι στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ως έδει, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η αιτία των απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων από τις μεταξύ τους διαδοχικώς συναφθείσες συμβάσεις πωλήσεως. Πλέον συγκεκριμένα, στο αγωγικό δικόγραφο ουδόλως διαλαμβάνεται οιαδήποτε μνεία σχετικά με την τιμή μονάδος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα εκάστου εκ των πωληθέντων και παραδοθέντων στις εναγόμενες xxx προϊόντων. Αντιθέτως, η ενάγουσα αρκείται σε μία απλή παράθεση των αριθμών, των ημερομηνιών εκδόσεως και της συνολικής αξίας εκάστου εκ των ως άνω έξι (6) τιμολογίων πωλήσεως, ενώ παραλλήλως αναφέρει την ποσότητα (αριθμό κουτιών) και το είδος των πωληθέντων xxx προϊόντων, χωρίς, ωστόσο, να μνημονεύει και την καθαρή αξία, τον αναλογούντα Φ.Π.Α. και τη συνολική αξία εκάστου εκ των πωληθέντων στις εναγόμενες εμπορευμάτων και χωρίς να προβαίνει σε ενσωμάτωση στο αγωγικό δικόγραφο φωτοτυπικών αντιγράφων των πλήρων σωμάτων των αντιστοίχων εκδοθέντων, για κάθε σύμβαση πωλήσεως, παραστατικών τιμολογίων πωλήσεως ή δελτίων αποστολής, ώστε να προκύπτουν τα ανωτέρω απαιτούμενα στοιχεία που εξειδικεύουν την αιτία των επιμέρους ενδίκων απαιτήσεών της. Περαιτέρω, η ενάγουσα, ενώ ισχυρίζεται ότι το συνολικό τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 455.968,15 ευρώ, ακολούθως επικαλείται ότι το εισέτι ανεξόφλητο υπόλοιπο της οφειλής των εναγομένων έχει διαμορφωθεί στο χρηματικό ποσό των 450.795,81 ευρώ, δηλαδή συνομολογεί εμμέσως ότι οι αντίδικές της έχουν προβεί σε καταβολή προς αυτήν του χρηματικού ποσού (455.968,15 ευρώ – 450.795,81 ευρώ =) 5.172,34 ευρώ, χωρίς, ωστόσο, να την καταλογίζει έναντι μερικής (ισόποσης) εξοφλήσεως του τιμήματος ορισμένης εκ των ανωτέρω διαδοχικώς συναφθεισών συμβάσεων πωλήσεως. Επιπλέον, η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, διώκει να της επιδικασθεί το χρηματικό ποσό των 60.950,00 ευρώ, ως μέρος της μείζονος συνολικής απαιτήσεώς της, ύψους 450.795,81 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τα ανωτέρω, στο υπολειπόμενο τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει σε ποια ή ποιες επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως από τις πλείονες τοιαύτες αντιστοιχεί η νυν καταγόμενη υπό δικαστική διάγνωση, μερικότερη αξίωσή της. Αντιθέτως, αρκείται απλώς στο να διαλάβει στην αγωγή της μία αόριστη διάκριση της συνολικής οφειλής των εναγομένων σε μη αμφισβητούμενη, χρηματικού ποσού 389.845,77 ευρώ, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθμ. xxx/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, και σε αμφισβητούμενη τοιαύτη, χρηματικού ποσού 60.950,00 ευρώ, χωρίς παράλληλα να προσδιορίζει τις επιμέρους αιτίες, δηλαδή να διακρίνει τα οφειλόμενα εν μέρει ή εν συνόλω τιμήματα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που συνήφθησαν μεταξύ τους και που αντιστοιχούν αφενός μεν στην επίδικη αξίωσή της και αφετέρου σε αυτήν που της επιδικάσθηκε με την προρρηθείσα διαταγή πληρωμής.

Συνεπεία, δε, τούτων, αποστερείται η δυνατότητα στο παρόν Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, καθώς και στις εναγόμενες να προβάλουν λυσιτελώς την άμυνά τους κατά της ασκηθείσης σε βάρος τους αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν, επομένως, των ανωτέρω, δεκτού γενομένου και του συναφώς περί αοριστίας προβληθέντος ισχυρισμού των εναγομένων, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η ενάγουσα να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν υποβολής σχετικού προς τούτο αιτήματος εκ μέρους των τελευταίων (άρθρα 176, 180 παρ.1, αναλόγως εν προκειμένω εφαρμοζόμενη και για την περίπτωση που πλείονες διάδικοι νικούν, 191 παρ.2 και 106 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με άρθρα 58 παρ.4, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 84 του Ν. 4194/2013), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

1242/2021 Θ’ ΜονΔιοικΠρωτ. Θεσσαλονίκης (προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και εκδοθείσης ΠΕΠ): ακυρώνει την Πράξη Επιβολής Προστίμου, που εκδόθηκε κατόπιν έλεγχου καταστήματος-ατομικής επιχείρησης, για: (α) μη αναγραφή εργαζόμενου στον Πίνακα Προσωπικού Ε4 και (β) μη τήρηση του ισχύοντα Πίνακα Προσωπικού (ακύρωση προστίμου 10.550,54 ευρώ + 500,00 ευρώ αντίστοιχα = 11.050,54 ευρώ).

Δικηγόρος προσφεύγοντος / σύνταξη προσφυγής / σύνταξη υπομνήματος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, επιδιώκεται η ακύρωση της  Mxxx/2017 πράξης του αρμοδίου υπαλλήλου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.Υ.Π.Ε.Α.) xxx,  με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο συνολικού ύψους 11.050,54 ευρώ, για τις αποδιδόμενες παραβάσεις της απασχόλησης και της μη καταχώρησης μίας εργαζόμενης άνω των 25 ετών στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4255/2014 (Α΄89) και της κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου αυτού εκδοθείσας Φ. 11321/11115/802/02.06.2014 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1551) και της μη τήρησης του ισχύοντος Πίνακα Προσωπικού (Ε4) και β) των 53692/2017 και 68306/2017 δελτίων έλεγχου.

Επειδή … θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τα αρμόδια όργανα ως εργαζόμενος, που δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ο οποίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποδεικνύοντας ότι δεν τον συνδέει καμία σχέση εργασίας με το πρόσωπο το οποίο το ασφαλιστικό όργανο θεώρησε ως μισθωτό του, με συνέπεια να του αποδώσει την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας περί μη αναγραφής του στον πίνακα προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 2151/2017 7μ).

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 171 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής Κ.Δ.Δ.) ορίζεται ότι «1. Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο και κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνεται σε αυτά, είτε ότι ενήργησε ο συντάκτης τους είτε ότι έγιναν ενώπιόν του, ως προς τα οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη μόνο εφ’ όσον τα έγγραφα αυτά προσβληθούν ως πλαστά. 2. … 3. Κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων, καθώς και όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών, εκτιμάται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 148. … 4. … 5. … 6. …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η συντασσόμενη από το αρμόδιο δημόσιο όργανο έκθεση ελέγχου αποτελεί δημόσιο έγγραφο, ως προς τα γενόμενα, όμως, μόνον από τον συντάξαντα αυτήν ή ενώπιόν του, ως προς τα οποία και μόνον η βεβαίωση στην εν λόγω έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη. Αντιθέτως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δημόσιο έγγραφο, όσα το ανωτέρω πρόσωπο διαπίστωσε κατά την άσκηση του ελεγκτικού του έργου αναφορικά με τα ανωτέρω γεγονότα, πολλώ δε μάλλον οι σχετικές εκτιμήσεις, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα αυτού, ως προς τα οποία τα δικαστήρια εκτιμούν ελευθέρως την έκθεση ελέγχου, χωρίς να δεσμεύονται από αυτήν (βλ. Σ.τ.Ε.  1233/ 2019, 2563/2016,  1639,  1315/2014, 4216/2013, 377/2007). 

Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανωτέρω πράξης επιβολής προστίμου και ζητά την ακύρωσή της. Αντίθετα, η διάδικη αρχή, με την xxx έκθεση απόψεων, ζητά την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής … Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο του ελέγχου ουδεμία εργασιακή σχέση τον συνέδεε με την xxx, η οποία προσελήφθη σε μεταγενέστερο χρόνο στην επιχείρηση, κατόπιν χορήγησης της απαιτούμενης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, η οποία εκκρεμούσε … Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα στοιχεία:

Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα που δι,ατυπώνονται σε εκθέσεις ελέγχου από τα διοικητικά όργανα που διενεργούν έλεγχο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εκτιμώνται ελευθέρως από τα διοικητικά δικαστήρια (Δ.Εφ.Αθ. 989/2020, Δ.Εφ.Θεσ. 987/2020). Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, στο xxx/2017 δελτίο ελέγχου των αρμόδιων οργάνων της ΕΥΠΕΑ xxx, αναγράφεται το όνομα της xxx με την ένδειξη «λάντζα», χωρίς να εξειδικεύεται από ποια πραγματικά περιστατικά συνήγαγαν την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, δυνάμει της οποίας αυτός εκτελούσε καθήκοντα εργαζομένου (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 3850/2018). Εξάλλου, η υπογραφή του εν λόγω δελτίου ελέγχου από την xxx, δεν έχει την έννοια ότι αυτή συνομολόγησε την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας με τον προσφεύγοντα (Δ.Εφ.Πατρ. 297/2019), δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη δήλωσή της για το καθεστώς απασχόλησής του (πλήρες ή μειωμένο ωράριο και ημέρες εργασίας), ενώ και η αναγραφόμενη ημερομηνία πρόσληψής της συμπίπτει με την ημερομηνία του ελέγχου. Πρόσθετα, κατά τον χρόνο του ελέγχου βρέθηκαν νομότυπα καταχωρημένοι οκτώ εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και μισθωτή απασχολούμενη στην κατηγορία «Λάντζα», ενώ η εκτίμηση των ελεγκτών δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως μαρτυρίες υπαλλήλων όμορων επιχειρήσεων, προγενέστερες ή μεταγενέστερες εκθέσεις ελέγχου, στις οποίες να αναγράφεται ότι είχε βρεθεί και πάλι απασχολούμενη (Δ.ΕφΘεσ. 752/2020, Δ.Εφ.Λαρ. 14/2020, Δ.Εφ.Αθ. 4210/2019). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω, δεν αποδεικνύεται ότι η xxx εργαζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση του προσφεύγοντα και επομένως, ο τελευταίος δεν είχε υποχρέωση να την καταχωρήσει στο σχετικό Πίνακα Προσωπικού και δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες παραβάσεις. Συνεπώς, μη νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη καταλογίσθηκε σε βάρος του το ένδικο πρόστιμο και για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί. 

Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτήνα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η απόδοση στον προσφεύγοντα του παραβόλου που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ..Διοικ.Δικ.).



9070/2021 ΜονΠρωτ. Θεσσαλονίκης (Εκουσία, Κτηματολογικός Δικαστής): διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής, παράγωγος τρόπος κυριότητας, πρώτη εγγραφή, εσφαλμένη καταχώρηση, συνένωση όμορων ακινήτων / δεκτή η αίτηση.

Σύνταξη αίτησης: Στ.ΜαυρίδηςΧρ.Μορφουλάκη (ΔΣΘ).

Σύνταξη προτάσεων: Στ.ΜαυρίδηςΕιρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Συζήτηση στο ακροατήριο: Ειρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Σύμφωνα με το άρθρο 6§3 Ν.2664/1998, όπως ισχύει σήμερα, στην περίπτωση των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» είναι δυνατό, αντί της προβλεπόμενης στο άρθρο 6§2 Ν.2664/1998 αγωγής, να ζητηθεί η διόρθωση αυτής με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες, η δε κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή, ενώ εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6§2 Ν.2664/1998.

Οπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η σύμφωνα με αυτή διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος, η δε ως άνω αίτηση δεν στρέφεται κατά οποιουδήποτε, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 748§2, 752 και 753 ΚΠολΔ (ΑΠ 259/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατ’ άρθρο 6§3 εδ.ε’ Ν.2664/1998 για τη συζήτηση της ως άνω αίτησης, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος με παράγωγο τρόπο (αγορά) ενός γεωτεμαχίου στη θέση «» στην Κοινότητα … Δήμου … Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο από δύο επιμέρους όμορα ακίνητα που συνενώθηκαν εν τοις πράγμασι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι κατά τις πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο τα δύο επιμέρους γεωτεμάχια καταχωρήθηκαν ως ένα ενιαίο ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, αλλά ως ιδιοκτήτης του κατά ποσοστό 100 % καταχωρίστηκε «άγνωστος ιδιοκτήτης». Ότι η ως άνω καταχώρηση είναι εσφαλμένη, καθώς αποκλειστικός κύριος του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών ήταν ο ίδιος, κατά ποσοστό 100 %, ζητεί δε, να διαταχθεί η διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς πρώτης εγγραφής και να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμα και οι τίτλοι του. 

Με το περιεχόμενο αυτό η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του  Δικαστηρίου αυτού κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2§2 Ν. 3481/2006 και 739 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 και των άρθρων 1033 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον α) η αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προθεσμίας των 7 ετών του άρθρου 6§2 εδ.β’ Ν.2664/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 37 Ν.4361/2016, δεδομένου ότι, με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ορίστηκε ως  ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου της περιοχής αυτής η …, δηλαδή μετά την ισχύ του Ν. 3481/2006, β) έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 με την κοινοποίηση αντιγράφου της αιτήσεως στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …Β/20-8-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … γ) έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα την 18-8-2018 αντίγραφο της στο κτηματολογικό φύλλο του Εθνικού Κτηματολογίου του ακινήτου με ΚΑΕΚ … με αριθμό καταχώρισης 4370, και δ) προσκομίζεται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου, όπως απαιτεί το άρθρο 6§3εδ.ε’ Ν.2664/1998, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Καίτοι δεν έλαβε χώρα συνένωση των ακινήτων με συμβολαιογραφικό έγγραφο, τούτο δεν ασκεί επιρροή, καθώς μόνος κύριος αμφοτέρων των ακινήτων ήταν ο αιτών, επομένως δεν ετίθετο ζήτημα προσδιορισμού ποσοστών συγκυριότητας στο νέο, ενιαίο ακίνητο, όπως θα έπρεπε να γίνει εάν υπήρχαν περισσότεροι συγκύριοι σε κάθε ακίνητο, με διαφορετικά μεταξύ τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας. Κατά το στάδιο της κτηματογράφησης ο αιτών υπέδειξε εσφαλμένα άλλο ακίνητο από το επίδικο, και η δήλωσή του, του ν. 2308/1995 για το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο του, που καταχωρήθηκε ως ένα ενιαίο και έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα το επίδικο να φέρεται να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη, εγγραφή η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω, τυγχάνει ανακριβής

Ως εκ τούτου, κατά την έναρξη του κτηματολογίου της περιοχής, την …, πλήρης κύριος του επιδίκου ακινήτου ήταν ο αιτών κατά ποσοστό 100 %. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εφόσον διαπιστώνεται η, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου, κυριότητα του αιτούντος στο επίδικο ακίνητο, και λόγω του προφανούς εννόμου συμφέροντος του για την διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί η κατά τα ανωτέρω διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθούν οι τίτλοι και το εγγραπτέο δικαίωμά του, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ,

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο Νεάπολης, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ …, το οποίο αφορά σε ένα γεωτεμάχιο, εμβαδού … τμ., που βρίσκεται επί της οδού … στον Δήμο … Θεσσαλονίκης, να αναγραφεί κύριος κατά ποσοστό 100 % ο αιτών, με αιτία κτήσης «πώληση» και τίτλους κτήσης: α) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό … και β) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …. .

7295/2021 MονΠρωτ. Αθηνών (Τακτική Διαδικασία): ανακοπή κατά ΔΠ από τιμολόγια, έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου / δεκτός ο 1ος λόγος της ανακοπής μας, άκυρη η προσβαλλόμενη ΔΠ και η επιταγή προς πληρωμή.

Δικηγόρος ανακόπτουσας/σύνταξη προτάσεων-ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου ένατου άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις Ν.4335/2015) «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Κατά δε το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής…

Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές … θα το έκανε με ρητή αναφορά στην Αιτιολογική του Έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την διά παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων…

Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ.1, 626, 628 παρ.1 εδ.α’, 632 παρ.1 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1480/2007). 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ΚΠολΔ το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων μόνον εάν αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων-δελτίων αποστολής) κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφαλείας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής, δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/ι2014, ΑΠ 1480/2007).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση – βουλήσεως γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 1792/2002, 1308/2002). Η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 134/2004).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής τους κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αιτήσεως και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρεώσεως από τον πιστωτικό τίτλο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002, ΑΠ 112/2002, ΑΠ 1215/2000).

Από το περιεχόμενο και το αίτημα της υπό κρίση ανακοπής προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής τρυ άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω σώρευση είναι παραδεκτή (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 2, 584, 632, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1, άρθρο τέταρτο του V- 4335/2015 και 933 παρ. 2, ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του με το άρθρο όγδοο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015), δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας [άρθρα 591 παρ. 1 περ. α’, 638 – 644, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, και 937 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012)] και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑΘ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5326/2007, ΕλλΔνη 2008.1099 και Νικολόπουλο σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775) … ενώ κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά της ως άνω από 11.8.2014 επιταγής προς εκτέλεση, η ανακοπή είναι επίσης εμπρόθεσμη κατά το άρθρο 934 § 1 α’ & β’ ΚΠολΔ, αφού μετά την επίδοση της ως άνω επιταγής προς πληρωμή δεν προκύπτει ότι ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης. Επομένως, πρέπει οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και ουσία βάσιμο αυτών.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής τεθείσας επιταγής προς εκτέλεση, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα λόγω μη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαιτήσεως για την οποία αυτή εκδόθηκε, καθώς δεν έχει τεθεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας στα προς απόδειξη της απαίτησης της καθ’ης προσκομισθέντα τιμολόγια πώλησης αλλά η υπογραφή προσώπου που δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία ούτε του είχε παρασχεθεί εξουσιοδότηση προς παραλαβή των εμπορευμάτων και υπογραφή των σχετικών παραστατικών, ενώ μόνο σε ένα εξ αυτών έχει τεθεί η σφραγίδα της ανακόπτουσας εταιρείας. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ και θα πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ουσίαν βάσιμος … και να ακυρωθεί η υπ’αρ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 11.8.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων (ΑΠ658/2007, ΑΠ 340/2006, ΕφΝαυπλ 90/2019, ΕφΑΘ 1294/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧριδΔ 2007.156, ΕφΑΘ 5824/2001 ΕλΔνη 2002.189). 

2573/2013 ΜονΕφ. Θεσσαλονίκης (μείωση μισθώματος επί εμπορικής μίσθωσης περιπτέρου / απορρίπτει έφεση, επικυρώνει την πρωτόδικη 22644/2012 απόφαση του ΜΠΘ):

Δικηγόρος εφεσιβλήτου/ενάγοντος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ).

Στην παρ.4 του άρθρου 7 του ΠΔ 34/1995 «κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων» ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα». Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια της άνω διάταξης, είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων αλλά  προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικά δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και, συνακόλουθα, της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων, δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας… 

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, όπως και στις εμπορικές μισθώσεις, στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Η αρχή που θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη αυτή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δ ικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω ειδικών νομισματικών ή και άλλων συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο προσήκον μέτρο … Παρέχεται, έτσι, στο δικαστή η δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος και συντρέχουν αντικειμενικά κριτήρια αντλούμενα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλΔ 38.767). Έτσι, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, ακόμα και στην περίπτωση που συμφωνήθηκε ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος. Επομένως και ο μισθωτής εμπορικής μίσθωσης, στην οποία, κατ’ άρθρο 44 του ΓΕΔ 34/1995, εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, μπορεί να ζητήσει την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος, αρχικού ή μετά από συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) αναπροσαρμογή, με βάση, εκτός από το άρθρο 388 του ΑΚ, το άρθρο 288 του ίδιου Κώδικα, εφόσον, εξαιτίας προβλέψιμων ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη. Σκοπός, δηλαδή, του άρθρου 288 του ΑΚ στις συμβάσεις μίσθωσης είναι να εναρμονισθεί το συμβατικά οφειλόμενο μίσθωμα με το αντικειμενικά δυνάμενο να επιτευχθεί στη δεδομένη χρονική περίοδο, για την οποία κρίθηκε ότι υπάρχει δυσαρμονία του μισθώματος, χωρίς να καταργείται η συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος …

Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 255 του ΑΚ μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων γειτονικών και ομοειδών ακινήτων η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διάφορους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή, δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού κάθε φορά η κρίση εξαρτάται από συγκεκριμένες συντρέχουσες συνθήκες. Τη συνδρομή πάντως των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την εφαρμογή της άνω διάταξης, οφείλει για την πληρότητα της σχετικής αγωγής να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει ο ενάγων … Το δικαίωμα, που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το σημείο αυτό να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι ενεργής (ΑΠ 1229/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2011 ΕλΔ 52.1400, ΑΠ 508/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2166/2009 ΕΔικΠολ 2010.254, ΑΠ 1464/2009 Αρμ. 2010.668, ΑΠ 1487/2005 ΕλΔ 47.167) … 

Στην αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, όταν την ασκεί ο μισθωτής, πρέπει, εκτός από άλλα, να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ, οπότε και έχει συμφέρον (ο ενάγων – μισθωτής) στη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος. Επίσης, οφείλει (ο ενάγων) να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, κατά τρόπο σαφή, ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. συγκεκριμένες οικονομικές, νομισματικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος. Δηλαδή, απαιτείται κατά τρόπο συγκεκριμένο να αναφερθεί π.χ. η σημαντική μείωση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, η μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, η ζημία του μισθωτή και τέλος η μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων. Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα και όχι με απλή επανάληψη της διατύπωσης του νόμου, εφόσον παραλειφθούν, δημιουργούν αοριστία του δικογράφου και ακυρότητα, γιατί η αναπροσαρμογή του μισθώματος … δεν σημαίνει εξουσία του δικαστηρίου να διαμορφώσει το μίσθωμα σε εκείνο ακριβώς το ύψος που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντίθετα, σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει πρώτα να διαγνώσει αν μεταξύ του οφειλόμενου, κατά το σύστημα της αντικειμενικής ή συμβατικής αναπροσαρμογής, μισθώματος και εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης («ελεύθερου») υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου {οφειλόμενου) και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 1229/2011 ο.π., ΑΠ 423/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2045/2006 ΧρΤΛ 2007.698, ΑΠ 1487/2005 ο.π., ΕφΑΘ 1824/2009 ΝοΒ 2009.1363) … Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της έφεσης της κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.