6149/2024 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Εκούσια Δικαιοδοσία): Δεκτή η αίτησή μας για αναγνώριση και στην Ελληνική Επικράτεια δεδικασμένου από απόφαση διαζυγίου της Πολιτείας του Κονέκτικατ (ΗΠΑ) / Στο δίκαιο της Πολιτείας αυτής δεν υφίσταται η έννοια του “πιστοποιητικού τελεσιδικίας” / Αντ’αυτού, προσκόμιση γνωμάτευσης του αμερικανού δικηγόρου, που παραστάθηκε στη συζήτηση της αίτησης διαζυγίου.

Συντάξας την αίτηση και τις προτάσεις / Παρασταθείς στη δίκη: Σ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474)

Α140/2021 Β’ Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου: απορρίπτει προσφυγή του ασφαλιστικού φορέα κατά θετικής, για τον εντολέα μας, απόφασης ΤΔΕ για χορήγηση αδειών άνευ αποδοχών χωρίς αναγγελία.

Δικηγόρος στην ένσταση ενώπιον της ΤΔΕ, σύνταξη υπομνήματος: Σ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474) – Δικηγόρος στη συζήτηση προς απόρριψη της προσφυγής: Κ. Χριστιάς (ΔΣΘ).

Σημείωση: εδώ μπορείτε να δείτε και την ΑΟ218/2023 απόφαση Β’ Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Λαρίσης, που επικύρωσε την παραπάνω απόφαση, απορρίπτοντας και την έφεση του ασφαλιστικού φορέα.

1924/2022 Ι’ Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, (Προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και κατά ΠΕΠ για μη αναγραφή 2 προσώπων, αγνώστων στοιχείων, στον Π.Π.): δεκτή η Προσφυγή / ακυρώνει την ΑΕΠ / παραπέμπει στο ΣτΕ για ακύρωση της Υ.Α.).

Σύνταξη Προσφυγής: Στέλιος Μαυρίδης (ΔΣΘ 4474) / Σύνταξη υπομνήματος και παράσταση στο ακροατήριο: Κωνσταντίνος Χριστιάς (ΔΣΘ 11307).

5. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της 27397/122/19-8-2013 απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, όπως αυτή τροποποιήθηκε από την 8422/20/14-3-2014 κοινή υπουργική απόφαση και «όπως επαναλαμβάνεται» (κατά τα αναφερόμενα στο οικείο δικόγραφο) στην Φ.11321/11115/802/2-6-2014 κοινή υπουργική απόφαση, αποτελεί αίτηση ακύρωσης στρεφόμενη κατά κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων και υπάγεται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το ως άνω μέρος του, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί επί του παραδεκτού του κρινόμενου ένδικου βοηθήματος, κατά το παραπεμφθέν σε αυτό μέρος. 

6. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μ… πράξης επιβολής προστίμου και του … δελτίου ελέγχου των αρμοδίων οργάνων του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α., αποτελεί προσφυγή, η οποία υπάγεται στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς τις λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησής της.

9. Επειδή, ο καθ’ ου η προσφυγή Φορέας, με την … έκθεση απόψεων του Αναπληρωτή Διευθυντή του …΄ Τοπικού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μ… πράξης επιβολής προστίμου, ως εκπρόθεσμης, προβάλλοντας ότι η πράξη αυτή απεστάλη ταχυδρομικώς στην προσφεύγουσα, λόγω όμως του ότι σχετική επιστολή επέστρεψε ως «αζήτητη», την …/2017 τοιχοκολλήθηκε στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του καθ’ ου η προσφυγή Φορέα περί ταχυδρομικής αποστολής της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα, περί επιστροφής της σχετικής επιστολής ως «αζήτητης» και περί τοιχοκόλλησης της πράξης αυτής στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος την …/2017 τυγχάνουν απορριπτέοι, προεχόντως, ως αναποδείκτως προβαλλόμενοι, δεδομένου ότι στον διοικητικό φάκελο δεν περιλαμβάνεται κανένα στοιχείο, εκ του οποίου να προκύπτει η ταχυδρομική αποστολή της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα ούτε η τοιχοκόλλησή της στην πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. Σε κάθε δε περίπτωση, η τοιχοκόλληση της μη επιδοθείσας πράξης στην ειδική πινακίδα του οικείου Υποκαταστήματος του Ε.Φ.Κ.Α. αποτελεί στάδιο της διαδικασίας επίδοσης, μόνον όταν αύτη επιχειρείται μέσω των οργάνων του εν λόγω Φορέα, ενώ δεν εφαρμόζονται οι περί τοιχοκόλλησης διατάξεις, όταν η επίδοση ενεργείται μέσω ταχυδρομικών εταιριών, κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 8 της παρούσας απόφασης. Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει η ημερομηνία επίδοσης της προσβαλλόμενης Μxxx πράξης επιβολής προστίμου στην προσφεύγουσα, η ίδια δε αναφέρει ότι έλαβε γνώση αυτής την 22α-3-2018, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρινόμενη προσφυγή, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της ως άνω πράξης επιβολής προστίμου, ασκήθηκε εμπροθέσμως.

12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα διατηρεί επιχείρηση … στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού …. Την …/…/2017 και ώρα …΄, διενεργήθηκε από αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α. επιτόπιος έλεγχος στην προαναφερθείσα επιχείρηση, κατά τον οποίο βρέθηκαν να εργάζονται ο …, ως μηχανικός και πωλητής, η …, ως υπάλληλος, και ο …, ως …, ενώ στον χώρο της επιχείρησης βρέθηκε ο υιός της προσφεύγουσας … και δύο άτομα αγνώστων στοιχείων. Στο συνταχθέν σχετικώς … δελτίο ελέγχου αναγράφεται ότι «κατά την είσοδο του κλιμακίου ελέγχου στην επιχείρηση στην είσοδο του θεάτρου υπήρχαν δύο κυρίες. Η πρώτη κυρία, μόλις μας είδε, σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μας και ρώτησε πως μπορεί να μας εξυπηρετήσει. Η δεύτερη κυρία, επίσης, όταν ρωτήθηκε αν εργάζεται, αφού πρώτα της δηλώσαμε την ιδιότητά μας, έφυγε από την επιχείρηση, μετά από παραίνεση της …. Επίσης, από την επιχείρηση έφυγε και η πρώτη κυρία.». Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Μ… πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας δύο πρόστιμα, έκαστο ύψους 10.549,44 ευρώ και συνολικού ύψους 21.098,88 ευρώ, για τις παραβάσεις της μη αναγραφή δύο προσώπων αγνώστων στοιχείων στον πίνακα προσωπικού της επιχείρησής της.

13. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν την …/2021 υπόμνημά της, η προσφεύγουσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υφίστατο σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτής και των δύο ανευρεθέντων στον χώρο της επιχείρησής της προσώπων αγνώστων στοιχείων … Προς απόδειξη δε των ανωτέρω ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκομίζει την …/2021 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της αρμόδιας Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, για την οποία έχουν τηρηθεί τα προβλεπόμενα στο άρθρο 185 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

14. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της προσφεύγουσας και των δύο ατόμων αγνώστων στοιχείων, τα οποία ανευρέθηκαν στον χώρο της επιχείρησής της κατά τη διενέργεια του από …/2017 επιτόπιου ελέγχου εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α., όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή. Συγκεκριμένα, στο συνταχθέν … δελτίο ελέγχου αναφέρεται, σχετικά με το πρώτο άτομο αγνώστων στοιχείων, ότι βρισκόταν στην είσοδο του …, ότι, όταν είδε τους ελεγκτές, «σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος τους και ρώτησε πως μπορούσε να τους εξυπηρετήσει» και ότι εν συνεχεία αποχώρησε και, σχετικά με το δεύτερο άτομο αγνώστων στοιχείων, ότι βρισκόταν ομοίως στην είσοδο του… και ότι εν συνεχεία αποχώρησε, κατόπιν παραίνεσης υπαλλήλου της ελεγχόμενης επιχείρησης. Μόνον όμως η παρουσία των εν λόγω ατόμων στον χώρο εισόδου της ελεγχθείσας επιχείρησης και η εν συνεχεία αναχώρησή τους, χωρίς να προκύπτει ότι κατελήφθησαν να ασκούν συγκεκριμένα καθήκοντα που να προσιδιάζουν σε εργαζομένους της επιχείρησης, δεν αρκούν ώστε να στοιχειοθετηθεί ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της προσφεύγουσας και των ατόμων αυτών (βλ. και ΜΔΕφΘεσσαλονίκης 1567/2021). Το γεγονός δε ότι μία εκ των ανωτέρω ανευρεθέντων προσώπων αγνώστων στοιχείων (ανεξαρτήτως του εάν επρόκειτο περί της …, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ή όχι) πλησίασε τα αρμόδια όργανα του καθ’ ου η προσφυγή Φορέα και ρώτησε πως θα μπορούσε να τους εξυπηρετήσει, μη συνεπικουρούμενο από κανένα άλλο στοιχείο και καμία άλλη σχετική διαπίστωση, δεν αρκεί ώστε να στηριχθεί η κρίση των ελεγκτών ότι αυτή συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με την προσφεύγουσα. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε τα ανευρεθέντα αγνώστων στοιχείων πρόσωπα ούτε άλλοι εργαζόμενοι ή πελάτες της ελεγχθείσας επιχείρησης δήλωσαν ότι τα πρόσωπα αυτά διατηρούσαν εργασιακή σχέση με την προσφεύγουσα (βλ. και ΜΔΕφΘεσσαλονίκης 1567/2021). Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι, όπως ήδη κρίθηκε, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι τα δύο άτομα αγνώστων στοιχείων, τα οποία ανευρέθηκαν στον χώρο της επιχείρησης της προσφεύγουσας κατά τη διενέργεια του από … επιτόπιου ελέγχου, συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Μ… πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α., με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της δύο πρόστιμα, έκαστο ύψους 10.549,44 ευρώ και συνολικού ύψους 21.098,88 ευρώ, λόγω της μη αναγραφής των ανωτέρω προσώπων στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού της επιχείρησής της, δεν είναι ορθή και νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων που προβάλλονται με την υπό κρίση προσφυγή.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την προσφυγή, κατά το μέρος με το οποίο ζητείται η ακύρωση της Μ… πράξης επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α.

Ακυρώνει την Μ… πράξη επιβολής προστίμου του αρμοδίου οργάνου του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α.


5112/2021 I’ Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και εκδοθείσης ΠΕΠ): ακύρωση προστίμου 10.500,00 ευρώ για αποδιδόμενη παράβαση μη απογραφής εργαζομένου / δεκτή η Προσφυγή μας / ακύρωση Πράξης και προστίμου.

Δικηγόρος προσφεύγουσας / σύνταξη προσφυγής & υπομνήματος: Σ.Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Επειδή: στο άρθρο 2 παρ.1 περ. α’ του α.ν. 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α’ 179) , όπως η περίπτωση αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 4476/1965 (Α’ 103), ορίζεται ότι: «Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως: α) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής…». Με μέριμνα του εργοδότη το ένα αντίτυπο του  Πίνακα (Προσωπικού)  παραλαμβάνεται από την υπηρεσία κατάθεσης σφραγισμένο και αναρτάται σε εμφανές σημείο του τόπου εργασίας χωρίς τη στήλη των καταβαλλόμενων αποδοχών… Το άλλο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας του Σ.Ε.Π.Ε. Στο αρχείο των κατατεθειμένων Πινάκων των υπηρεσιών του Σ.Ε.Π.Ε. έχει άμεση πρόσβαση η αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. σε κάθε περίπτωση.

Επειδή, εξάλλου, ο ν. 4554/2018 … όριζε στο άρθρο 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 του  ν. 4635/2019 (Α’ 167/30 .10.2019), ότι: «l. Ειδικός Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή Επιθεωρητής Εργασιακών Σχέσεων ή ελεγκτής των Περιφερειακών Ελεγκτικών Κέντρων Ασφάλισης ή αρμόδιος υπάλληλος του Ε.Φ.Κ.Α., που διαπιστώνει τη μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλει στον εργοδότη πρόστιμο ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο, κατά  δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του για παροχή εξηγήσεων. 2. … 3. … 4. Σε κάθε παράβαση του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται ότι η σχέση εργασίας διήρκεσε τρεις (3) μήνες, εκτός εάν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν διαφορετικά… Ως βάση υπολογισμού των εισφορών λαμβάνεται ο κατώτατος μισθός ή το κατώτατο ημερομίσθιο...”.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Στις …/2019 και ώρα 19.10 διενεργήθηκε, από όργανα του Π.Ε.Κ.Α. …  του Ε.Φ.Κ.Α., επιτόπιος έλεγχος στην ατομική επιχείρηση της προσφεύγουσας (κατάστημα ενδυμάτων) στο … . Κατά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αναγράψει σε πίνακα προσωπικού την … (με ημερομηνία γέννησης …/2003), που βρέθηκε στο κατάστημα και θεωρήθηκε από τους ελεγκτές ως εργαζόμενη της επιχείρησης με την ειδικότητα της πωλήτριας και η οποία δήλωσε σε αυτούς ότι είναι φίλη της κόρης της ιδιοκτήτριας και την ημέρα του ελέγχου κρατούσε για λίγο το μαγαζί, διότι η ιδιοκτήτρια πήγε στα … για δουλειές (βλ. το συνταχθέν υπ’ αρ. …/2019 δελτίο ελέγχου των ως άνω οργάνων, στο οποίο αναγράφεται ως ημερομηνία πρόσληψης της εν λόγω φερόμενης ως εργαζόμενης η ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου).

Επειδή, με την κρινόμενη Προσφυγή, που επιδόθηκε νόμιμα στο καθ’ου, … όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση των προαναφερόμενων πράξεων, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν την συνέδεε εργασιακή σχέση με τη …. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, την ημέρα του ελέγχου, χρειάστηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητο την κόρη της, …, μαθήτρια της Α’ τάξης του Λυκείου, στα …, για λόγους διασκέδασης, κατόπιν παράκλησής της, η δε …, συμμαθήτρια και φίλη της κόρης της, προσφέρθηκε να παραμείνει η ίδια στο κατάστημα, ώστε αυτό να μην κλείσει, για να πληροφορεί τους τυχόν πελάτες για την ολιγόλεπτη απουσία της προσφεύγουσας και να τους ζητήσει να ξαναπεράσουν. Άλλωστε, κατά τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, ούτε στις προσβαλλόμενες πράξεις ούτε στην οικεία έκθεση ελέγχου αναφέρεται η συγκεκριμένη εργασία που διαπιστώθηκε να εκτελεί η … κατά τον χρόνο του ελέγχου, ενώ, περαιτέρω, δεν εξειδικεύεται με ποιον τρόπο τα ελεγκτικά όργανα κατέληξαν στο συμπέρασμα περί ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της ανωτέρω και της προσφεύγουσας. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, επικαλείται και προσκομίζει: (α) τη ληφθείσα ένορκη βεβαίωση xxx, για  την  οποία   έχουν  τηρηθεί  τα προβλεπόμενα στο άρθρο 185 παρ. 2 του ΚΔΔ, με την οποία η μάρτυρας …, που, κατά δήλωσή της, διατηρεί κατάστημα  εμπορίας ανταλλακτικών  απέναντι    από    την    επιχείρηση της προσφεύγουσας, καταθέτει ότι η … δεν συνδεόταν με εργασιακή σχέση με την προσφεύγουσα και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της τελευταίας για το λόγο για τον οποίο η … βρισκόταν στην ως άνω επιχείρηση κατά το χρόνο του επίμαχου ελέγχου. Και (β)τις υπ’ αρ. …/2019 βεβαιώσεις σπουδών και την από …/2018 κατάσταση με στοιχεία μαθητών του Ημερήσιου Γενικού Λυκείου …, από τις οποίες προκύπτει ότι η … και η …, με όνομα μητέρας …, ήταν κατά το σχολικό έτος 2018 – 2019 μαθήτριες της Α’ τάξης του Λυκείου και φοιτούσαν στο τμήμα A1.

Επειδή, για να επιβληθεί σε βάρος εργοδότη πρόστιμο για μη καταχώριση εργαζόμενου σε πίνακα προσωπικού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που παρατέθηκαν…, θα πρέπει να διαπιστώνεται από τα όργανα του ελέγχου η απασχόληση του φερόμενου ως εργαζόμενου στην επιχείρηση του εργοδότη, καθώς ο τελευταίος υποχρεούται  να καταχωρεί στον πίνακα αυτό μόνο το προσωπικό που απασχολεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας έναντι αμοιβής. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον διενεργηθέντα στις …/2019 από όργανα του Π.Ε.Κ.Α. … έλεγχο, η …, ηλικίας τότε 16 ετών, δήλωσε ότι είναι φίλη της κόρης της ιδιοκτήτριας και ότι, την ημέρα του ελέγχου, βρισκόταν στο κατάστημα λόγω προσωρινής απουσίας της προσφεύγουσας στα …, ενώ, περαιτέρω, στο σχετικώς συνταχθέν υπ’ αρ. …/2019 δελτίο ελέγχου, δεν αναφέρονται τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τα ανωτέρω όργανα  συνήγαγαν  ότι η …, η οποία, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την προσφεύγουσα στοιχεία, ήταν συμμαθήτρια της κόρης της, απασχολείτο ως πωλήτρια. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει, περαιτέρω, του ότι η εκτίμηση των ελεγκτών περί απασχόλησης της … ως πωλήτριας δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, αλλά περί του αντιθέτου συνηγορούν όσα βεβαιώνονται στην υπ’ αρ. …/2021 ένορκη βεβαίωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχτηκε ότι, κατά τον χρόνο του επίμαχου ελέγχου, η … παρείχε προς την προσφεύγουσα εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής και, συνεπώς, η τελευταία δεν υποχρεούτο να την έχει καταχωρημένη σε πίνακα προσωπικού. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη παράβαση και, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη προσφυγή, οι προσβαλλόμεvες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν.

Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή, να ακυρωθούν οι υπ’ αρ. …/2019 και …/2019 πράξεις του Π.Ε.Κ.Α. … του Ε.Φ.Κ.Α., να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α’ του ΚΔΔ).

1865/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία, τιμολόγια): απορρίπτει την αγωγή του αντιδίκου μας, δεκτής γενομένης της ένστασης αοριστίας που υποβάλαμε.

Δικηγόρος εναγόμενων / σύνταξη προτάσεων και ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός, από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), πρέπει να περιέχει επιπλέον: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον Νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία ζητείται η καταβολή σε αυτόν του οφειλόμενου τιμήματος των πωληθέντων, θα πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, και δη θα πρέπει να αναφέρονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, α) η κατάρτιση της οικείας συμβάσεως πωλήσεως, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) η τιμή εκάστου πωληθέντος πράγματος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2009 σε ΕλλΔνη 2009.521, ΑΠ 1417/1999 σε ΕλλΔνη 41.766). Αντιθέτως, δεν απαιτείται αναφορά των αριθμών των σχετικών τιμολογίων και των λοιπών σχετικών φορολογικών παραστατικών, που εξεδόθησαν στο πλαίσιο της συμβάσεως πωλήσεως (ΕφΘεσ 1878/2002 σε Αρμ 2004.550, ΕφΘεσ 822/1991 σε Αρμ 1981.447). Σε περίπτωση, δε, που το συνολικό τίμημα διαμορφώθηκε από περισσότερες ομοειδείς αιτίες, για τις οποίες εκδόθηκαν αντίστοιχα παραστατικά, και γίνεται επίκληση μερικότερων καταβολών, δεν αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρεται αναλυτικά κάθε επιμέρους καταβολή κι έναντι ποίου χρέους καταβλήθηκε.

Ωστόσο, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, στο σύνολό της, διότι στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ως έδει, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η αιτία των απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων από τις μεταξύ τους διαδοχικώς συναφθείσες συμβάσεις πωλήσεως. Πλέον συγκεκριμένα, στο αγωγικό δικόγραφο ουδόλως διαλαμβάνεται οιαδήποτε μνεία σχετικά με την τιμή μονάδος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα εκάστου εκ των πωληθέντων και παραδοθέντων στις εναγόμενες xxx προϊόντων. Αντιθέτως, η ενάγουσα αρκείται σε μία απλή παράθεση των αριθμών, των ημερομηνιών εκδόσεως και της συνολικής αξίας εκάστου εκ των ως άνω έξι (6) τιμολογίων πωλήσεως, ενώ παραλλήλως αναφέρει την ποσότητα (αριθμό κουτιών) και το είδος των πωληθέντων xxx προϊόντων, χωρίς, ωστόσο, να μνημονεύει και την καθαρή αξία, τον αναλογούντα Φ.Π.Α. και τη συνολική αξία εκάστου εκ των πωληθέντων στις εναγόμενες εμπορευμάτων και χωρίς να προβαίνει σε ενσωμάτωση στο αγωγικό δικόγραφο φωτοτυπικών αντιγράφων των πλήρων σωμάτων των αντιστοίχων εκδοθέντων, για κάθε σύμβαση πωλήσεως, παραστατικών τιμολογίων πωλήσεως ή δελτίων αποστολής, ώστε να προκύπτουν τα ανωτέρω απαιτούμενα στοιχεία που εξειδικεύουν την αιτία των επιμέρους ενδίκων απαιτήσεών της. Περαιτέρω, η ενάγουσα, ενώ ισχυρίζεται ότι το συνολικό τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 455.968,15 ευρώ, ακολούθως επικαλείται ότι το εισέτι ανεξόφλητο υπόλοιπο της οφειλής των εναγομένων έχει διαμορφωθεί στο χρηματικό ποσό των 450.795,81 ευρώ, δηλαδή συνομολογεί εμμέσως ότι οι αντίδικές της έχουν προβεί σε καταβολή προς αυτήν του χρηματικού ποσού (455.968,15 ευρώ – 450.795,81 ευρώ =) 5.172,34 ευρώ, χωρίς, ωστόσο, να την καταλογίζει έναντι μερικής (ισόποσης) εξοφλήσεως του τιμήματος ορισμένης εκ των ανωτέρω διαδοχικώς συναφθεισών συμβάσεων πωλήσεως. Επιπλέον, η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, διώκει να της επιδικασθεί το χρηματικό ποσό των 60.950,00 ευρώ, ως μέρος της μείζονος συνολικής απαιτήσεώς της, ύψους 450.795,81 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τα ανωτέρω, στο υπολειπόμενο τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει σε ποια ή ποιες επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως από τις πλείονες τοιαύτες αντιστοιχεί η νυν καταγόμενη υπό δικαστική διάγνωση, μερικότερη αξίωσή της. Αντιθέτως, αρκείται απλώς στο να διαλάβει στην αγωγή της μία αόριστη διάκριση της συνολικής οφειλής των εναγομένων σε μη αμφισβητούμενη, χρηματικού ποσού 389.845,77 ευρώ, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθμ. xxx/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, και σε αμφισβητούμενη τοιαύτη, χρηματικού ποσού 60.950,00 ευρώ, χωρίς παράλληλα να προσδιορίζει τις επιμέρους αιτίες, δηλαδή να διακρίνει τα οφειλόμενα εν μέρει ή εν συνόλω τιμήματα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που συνήφθησαν μεταξύ τους και που αντιστοιχούν αφενός μεν στην επίδικη αξίωσή της και αφετέρου σε αυτήν που της επιδικάσθηκε με την προρρηθείσα διαταγή πληρωμής.

Συνεπεία, δε, τούτων, αποστερείται η δυνατότητα στο παρόν Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, καθώς και στις εναγόμενες να προβάλουν λυσιτελώς την άμυνά τους κατά της ασκηθείσης σε βάρος τους αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν, επομένως, των ανωτέρω, δεκτού γενομένου και του συναφώς περί αοριστίας προβληθέντος ισχυρισμού των εναγομένων, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η ενάγουσα να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν υποβολής σχετικού προς τούτο αιτήματος εκ μέρους των τελευταίων (άρθρα 176, 180 παρ.1, αναλόγως εν προκειμένω εφαρμοζόμενη και για την περίπτωση που πλείονες διάδικοι νικούν, 191 παρ.2 και 106 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με άρθρα 58 παρ.4, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 84 του Ν. 4194/2013), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

1242/2021 Θ’ Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και εκδοθείσης ΠΕΠ): ακυρώνει την Πράξη Επιβολής Προστίμου, που εκδόθηκε κατόπιν έλεγχου καταστήματος-ατομικής επιχείρησης, για: (α) μη αναγραφή εργαζόμενου στον Πίνακα Προσωπικού Ε4 και (β) μη τήρηση του ισχύοντα Πίνακα Προσωπικού (ακύρωση προστίμου 10.550,54 ευρώ + 500,00 ευρώ αντίστοιχα = 11.050,54 ευρώ).

Δικηγόρος προσφεύγοντος / σύνταξη προσφυγής / σύνταξη υπομνήματος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, επιδιώκεται η ακύρωση της  M…/2017 πράξης του αρμοδίου υπαλλήλου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.Υ.Π.Ε.Α.) …,  με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο συνολικού ύψους 11.050,54 ευρώ, για τις αποδιδόμενες παραβάσεις της απασχόλησης και της μη καταχώρησης μίας εργαζόμενης άνω των 25 ετών στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4255/2014 (Α΄89) και της κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου αυτού εκδοθείσας Φ. 11321/11115/802/02.06.2014 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1551) και της μη τήρησης του ισχύοντος Πίνακα Προσωπικού (Ε4) και β) των 53692/2017 και 68306/2017 δελτίων έλεγχου.

Επειδή … θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τα αρμόδια όργανα ως εργαζόμενος, που δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ο οποίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποδεικνύοντας ότι δεν τον συνδέει καμία σχέση εργασίας με το πρόσωπο το οποίο το ασφαλιστικό όργανο θεώρησε ως μισθωτό του, με συνέπεια να του αποδώσει την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας περί μη αναγραφής του στον πίνακα προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 2151/2017 7μ).

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 171 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής Κ.Δ.Δ.) ορίζεται ότι «1. Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο και κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνεται σε αυτά, είτε ότι ενήργησε ο συντάκτης τους είτε ότι έγιναν ενώπιόν του, ως προς τα οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη μόνο εφ’ όσον τα έγγραφα αυτά προσβληθούν ως πλαστά. 2. … 3. Κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων, καθώς και όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών, εκτιμάται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 148. … 4. … 5. … 6. …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η συντασσόμενη από το αρμόδιο δημόσιο όργανο έκθεση ελέγχου αποτελεί δημόσιο έγγραφο, ως προς τα γενόμενα, όμως, μόνον από τον συντάξαντα αυτήν ή ενώπιόν του, ως προς τα οποία και μόνον η βεβαίωση στην εν λόγω έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη. Αντιθέτως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δημόσιο έγγραφο, όσα το ανωτέρω πρόσωπο διαπίστωσε κατά την άσκηση του ελεγκτικού του έργου αναφορικά με τα ανωτέρω γεγονότα, πολλώ δε μάλλον οι σχετικές εκτιμήσεις, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα αυτού, ως προς τα οποία τα δικαστήρια εκτιμούν ελευθέρως την έκθεση ελέγχου, χωρίς να δεσμεύονται από αυτήν (βλ. Σ.τ.Ε.  1233/ 2019, 2563/2016,  1639,  1315/2014, 4216/2013, 377/2007). 

Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανωτέρω πράξης επιβολής προστίμου και ζητά την ακύρωσή της. Αντίθετα, η διάδικη αρχή, με την xxx έκθεση απόψεων, ζητά την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής … Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο του ελέγχου ουδεμία εργασιακή σχέση τον συνέδεε με την …, η οποία προσελήφθη σε μεταγενέστερο χρόνο στην επιχείρηση, κατόπιν χορήγησης της απαιτούμενης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, η οποία εκκρεμούσε … Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα στοιχεία:

Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα που δι,ατυπώνονται σε εκθέσεις ελέγχου από τα διοικητικά όργανα που διενεργούν έλεγχο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εκτιμώνται ελευθέρως από τα διοικητικά δικαστήρια (Δ.Εφ.Αθ. 989/2020, Δ.Εφ.Θεσ. 987/2020). Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, στο xxx/2017 δελτίο ελέγχου των αρμόδιων οργάνων της ΕΥΠΕΑ xxx, αναγράφεται το όνομα της xxx με την ένδειξη «λάντζα», χωρίς να εξειδικεύεται από ποια πραγματικά περιστατικά συνήγαγαν την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, δυνάμει της οποίας αυτός εκτελούσε καθήκοντα εργαζομένου (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 3850/2018). Εξάλλου, η υπογραφή του εν λόγω δελτίου ελέγχου από την …, δεν έχει την έννοια ότι αυτή συνομολόγησε την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας με τον προσφεύγοντα (Δ.Εφ.Πατρ. 297/2019), δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη δήλωσή της για το καθεστώς απασχόλησής του (πλήρες ή μειωμένο ωράριο και ημέρες εργασίας), ενώ και η αναγραφόμενη ημερομηνία πρόσληψής της συμπίπτει με την ημερομηνία του ελέγχου. Πρόσθετα, κατά τον χρόνο του ελέγχου βρέθηκαν νομότυπα καταχωρημένοι οκτώ εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και μισθωτή απασχολούμενη στην κατηγορία «Λάντζα», ενώ η εκτίμηση των ελεγκτών δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως μαρτυρίες υπαλλήλων όμορων επιχειρήσεων, προγενέστερες ή μεταγενέστερες εκθέσεις ελέγχου, στις οποίες να αναγράφεται ότι είχε βρεθεί και πάλι απασχολούμενη (Δ.ΕφΘεσ. 752/2020, Δ.Εφ.Λαρ. 14/2020, Δ.Εφ.Αθ. 4210/2019). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω, δεν αποδεικνύεται ότι η xxx εργαζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση του προσφεύγοντα και επομένως, ο τελευταίος δεν είχε υποχρέωση να την καταχωρήσει στο σχετικό Πίνακα Προσωπικού και δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες παραβάσεις. Συνεπώς, μη νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη καταλογίσθηκε σε βάρος του το ένδικο πρόστιμο και για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί. 

Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτήνα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η απόδοση στον προσφεύγοντα του παραβόλου που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔιοικΔικ.).



9070/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Εκουσία, Κτηματολογικός Δικαστής): διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής, παράγωγος τρόπος κυριότητας, πρώτη εγγραφή, εσφαλμένη καταχώρηση, συνένωση όμορων ακινήτων / δεκτή η αίτηση.

Σύνταξη αίτησης: Στ.ΜαυρίδηςΧρ.Μορφουλάκη (ΔΣΘ).

Σύνταξη προτάσεων: Στ.ΜαυρίδηςΕιρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Συζήτηση στο ακροατήριο: Ειρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Σύμφωνα με το άρθρο 6§3 Ν.2664/1998, όπως ισχύει σήμερα, στην περίπτωση των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» είναι δυνατό, αντί της προβλεπόμενης στο άρθρο 6§2 Ν.2664/1998 αγωγής, να ζητηθεί η διόρθωση αυτής με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες, η δε κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή, ενώ εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6§2 Ν.2664/1998.

Οπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η σύμφωνα με αυτή διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος, η δε ως άνω αίτηση δεν στρέφεται κατά οποιουδήποτε, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 748§2, 752 και 753 ΚΠολΔ (ΑΠ 259/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατ’ άρθρο 6§3 εδ.ε’ Ν.2664/1998 για τη συζήτηση της ως άνω αίτησης, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος με παράγωγο τρόπο (αγορά) ενός γεωτεμαχίου στη θέση «…» στην Κοινότητα … Δήμου … Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο από δύο επιμέρους όμορα ακίνητα που συνενώθηκαν εν τοις πράγμασι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι κατά τις πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο τα δύο επιμέρους γεωτεμάχια καταχωρήθηκαν ως ένα ενιαίο ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, αλλά ως ιδιοκτήτης του κατά ποσοστό 100 % καταχωρίστηκε «άγνωστος ιδιοκτήτης». Ότι η ως άνω καταχώρηση είναι εσφαλμένη, καθώς αποκλειστικός κύριος του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών ήταν ο ίδιος, κατά ποσοστό 100 %, ζητεί δε, να διαταχθεί η διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς πρώτης εγγραφής και να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμα και οι τίτλοι του. 

Με το περιεχόμενο αυτό η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του  Δικαστηρίου αυτού κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2§2 Ν. 3481/2006 και 739 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 και των άρθρων 1033 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον α) η αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προθεσμίας των 7 ετών του άρθρου 6§2 εδ.β’ Ν.2664/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 37 Ν.4361/2016, δεδομένου ότι, με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ορίστηκε ως  ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου της περιοχής αυτής η …, δηλαδή μετά την ισχύ του Ν. 3481/2006, β) έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 με την κοινοποίηση αντιγράφου της αιτήσεως στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/20-8-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, γ) έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα την 18-8-2018 αντίγραφο της στο κτηματολογικό φύλλο του Εθνικού Κτηματολογίου του ακινήτου με ΚΑΕΚ … με αριθμό καταχώρισης 4370, και δ) προσκομίζεται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου, όπως απαιτεί το άρθρο 6§3 εδ.ε’ Ν.2664/1998, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Καίτοι δεν έλαβε χώρα συνένωση των ακινήτων με συμβολαιογραφικό έγγραφο, τούτο δεν ασκεί επιρροή, καθώς μόνος κύριος αμφοτέρων των ακινήτων ήταν ο αιτών, επομένως δεν ετίθετο ζήτημα προσδιορισμού ποσοστών συγκυριότητας στο νέο, ενιαίο ακίνητο, όπως θα έπρεπε να γίνει εάν υπήρχαν περισσότεροι συγκύριοι σε κάθε ακίνητο, με διαφορετικά μεταξύ τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας. Κατά το στάδιο της κτηματογράφησης ο αιτών υπέδειξε εσφαλμένα άλλο ακίνητο από το επίδικο, και η δήλωσή του, του ν. 2308/1995 για το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο του, που καταχωρήθηκε ως ένα ενιαίο και έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα το επίδικο να φέρεται να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη, εγγραφή η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω, τυγχάνει ανακριβής

Ως εκ τούτου, κατά την έναρξη του κτηματολογίου της περιοχής, την …, πλήρης κύριος του επιδίκου ακινήτου ήταν ο αιτών κατά ποσοστό 100%. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εφόσον διαπιστώνεται η, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου, κυριότητα του αιτούντος στο επίδικο ακίνητο, και λόγω του προφανούς εννόμου συμφέροντος του για την διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί η κατά τα ανωτέρω διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθούν οι τίτλοι και το εγγραπτέο δικαίωμά του, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ,

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο …, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ …, το οποίο αφορά σε ένα γεωτεμάχιο, εμβαδού … τμ., που βρίσκεται επί της οδού … στο Δήμο … Θεσσαλονίκης, να αναγραφεί κύριος κατά ποσοστό 100 % ο αιτών, με αιτία κτήσης «πώληση» και τίτλους κτήσης: α) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό … και β) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …. .

7295/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία): ανακοπή κατά ΔΠ από τιμολόγια, έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου / δεκτός ο 1ος λόγος της ανακοπής μας, άκυρη η προσβαλλόμενη ΔΠ και η επιταγή προς πληρωμή.

Δικηγόρος ανακόπτουσας/σύνταξη προτάσεων-ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου ένατου άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις Ν.4335/2015) «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Κατά δε το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής…

Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδικήδιαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές … θα το έκανε με ρητή αναφορά στην Αιτιολογική του Έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την διά παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων…

Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ.1, 626, 628 παρ.1 εδ.α’, 632 παρ.1 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1480/2007). 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ΚΠολΔ το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων μόνον εάν αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων-δελτίων αποστολής) κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφαλείας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής, δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/ι2014, ΑΠ 1480/2007).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση – βουλήσεως γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 1792/2002, 1308/2002). Η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 134/2004).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής τους κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αιτήσεως και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρεώσεως από τον πιστωτικό τίτλο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002, ΑΠ 112/2002, ΑΠ 1215/2000).

Από το περιεχόμενο και το αίτημα της υπό κρίση ανακοπής προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής τρυ άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω σώρευση είναι παραδεκτή (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 2, 584, 632, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1, άρθρο τέταρτο του V- 4335/2015 και 933 παρ. 2, ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του με το άρθρο όγδοο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015), δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας [άρθρα 591 παρ. 1 περ. α’, 638 – 644, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, και 937 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012)] και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑΘ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5326/2007, ΕλλΔνη 2008.1099 και Νικολόπουλο σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775) … ενώ κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά της ως άνω από 11.8.2014 επιταγής προς εκτέλεση, η ανακοπή είναι επίσης εμπρόθεσμη κατά το άρθρο 934 § 1 α’ & β’ ΚΠολΔ, αφού μετά την επίδοση της ως άνω επιταγής προς πληρωμή δεν προκύπτει ότι ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης. Επομένως, πρέπει οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και ουσία βάσιμο αυτών.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής τεθείσας επιταγής προς εκτέλεση, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα λόγω μη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαιτήσεως για την οποία αυτή εκδόθηκε, καθώς δεν έχει τεθεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας στα προς απόδειξη της απαίτησης της καθ’ης προσκομισθέντα τιμολόγια πώλησης αλλά η υπογραφή προσώπου που δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία ούτε του είχε παρασχεθεί εξουσιοδότηση προς παραλαβή των εμπορευμάτων και υπογραφή των σχετικών παραστατικών, ενώ μόνο σε ένα εξ αυτών έχει τεθεί η σφραγίδα της ανακόπτουσας εταιρείας. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ και θα πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ουσίαν βάσιμος … και να ακυρωθεί η υπ’αρ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 11.8.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων (ΑΠ658/2007, ΑΠ 340/2006, ΕφΝαυπλ 90/2019, ΕφΑΘ 1294/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧριδΔ 2007.156, ΕφΑΘ 5824/2001 ΕλΔνη 2002.189). 

2573/2013 Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (μείωση μισθώματος επί εμπορικής μίσθωσης περιπτέρου / απορρίπτει έφεση, επικυρώνει την πρωτόδικη 22644/2012 απόφαση του ΜΠΘ):

Δικηγόρος εφεσιβλήτου/ενάγοντος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Στην παρ.4 του άρθρου 7 του ΠΔ 34/1995 «κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων» ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα». Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια της άνω διάταξης, είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων αλλά  προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικά δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και, συνακόλουθα, της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων, δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας… 

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, όπως και στις εμπορικές μισθώσεις, στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Η αρχή που θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη αυτή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δ ικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω ειδικών νομισματικών ή και άλλων συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο προσήκον μέτρο … Παρέχεται, έτσι, στο δικαστή η δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος και συντρέχουν αντικειμενικά κριτήρια αντλούμενα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλΔ 38.767). Έτσι, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, ακόμα και στην περίπτωση που συμφωνήθηκε ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος. Επομένως και ο μισθωτής εμπορικής μίσθωσης, στην οποία, κατ’ άρθρο 44 του ΓΕΔ 34/1995, εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, μπορεί να ζητήσει την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος, αρχικού ή μετά από συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) αναπροσαρμογή, με βάση, εκτός από το άρθρο 388 του ΑΚ, το άρθρο 288 του ίδιου Κώδικα, εφόσον, εξαιτίας προβλέψιμων ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη. Σκοπός, δηλαδή, του άρθρου 288 του ΑΚ στις συμβάσεις μίσθωσης είναι να εναρμονισθεί το συμβατικά οφειλόμενο μίσθωμα με το αντικειμενικά δυνάμενο να επιτευχθεί στη δεδομένη χρονική περίοδο, για την οποία κρίθηκε ότι υπάρχει δυσαρμονία του μισθώματος, χωρίς να καταργείται η συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος …

Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 255 του ΑΚ μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων γειτονικών και ομοειδών ακινήτων η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διάφορους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή, δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού κάθε φορά η κρίση εξαρτάται από συγκεκριμένες συντρέχουσες συνθήκες. Τη συνδρομή πάντως των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την εφαρμογή της άνω διάταξης, οφείλει για την πληρότητα της σχετικής αγωγής να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει ο ενάγων … Το δικαίωμα, που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το σημείο αυτό να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι ενεργής (ΑΠ 1229/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2011 ΕλΔ 52.1400, ΑΠ 508/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2166/2009 ΕΔικΠολ 2010.254, ΑΠ 1464/2009 Αρμ. 2010.668, ΑΠ 1487/2005 ΕλΔ 47.167) … 

Στην αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, όταν την ασκεί ο μισθωτής, πρέπει, εκτός από άλλα, να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ, οπότε και έχει συμφέρον (ο ενάγων – μισθωτής) στη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος. Επίσης, οφείλει (ο ενάγων) να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, κατά τρόπο σαφή, ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. συγκεκριμένες οικονομικές, νομισματικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος. Δηλαδή, απαιτείται κατά τρόπο συγκεκριμένο να αναφερθεί π.χ. η σημαντική μείωση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, η μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, η ζημία του μισθωτή και τέλος η μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων. Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα και όχι με απλή επανάληψη της διατύπωσης του νόμου, εφόσον παραλειφθούν, δημιουργούν αοριστία του δικογράφου και ακυρότητα, γιατί η αναπροσαρμογή του μισθώματος … δε σημαίνει εξουσία του δικαστηρίου να διαμορφώσει το μίσθωμα σε εκείνο ακριβώς το ύψος που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντίθετα, σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει πρώτα να διαγνώσει αν μεταξύ του οφειλόμενου, κατά το σύστημα της αντικειμενικής ή συμβατικής αναπροσαρμογής, μισθώματος και εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης («ελεύθερου») υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου (οφειλόμενου) και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 1229/2011 ο.π., ΑΠ 423/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2045/2006 ΧρΤΛ 2007.698, ΑΠ 1487/2005 ο.π., ΕφΑΘ 1824/2009 ΝοΒ 2009.1363) … Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της έφεσης της κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

757/2013 Πολυμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπαναχώρηση επί συμβάσεως πώλησης αυτοκινήτου, πραγματικό ελάττωμα, έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας / απορρίπτει έφεση, επικυρώνει την πρωτόδικη 6203/2011 απόφαση του ΜΠΘ):

Δικηγόρος εφεσιβλήτου: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ,).

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535 και 540 του ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 14 του ν. 3043/2002 και ισχύουν από την 21-8-2002, οπότε ο νόμος αυτός (με τον οποίο τροποποιήθηκε το ελληνικό δίκαιο της πώλησης προκειμένου να προσαρμοστεί στην Οδηγία 1999/44/ΕΚ) δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 192 – βλ σχετ. άρθρο 14 αυτού), προκύπτει, ότι ο αγοραστής, κατά τις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται κατ’ επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνση του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει τη συνομολογημένη ιδιότητα, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκεια της, επηρεάζει θετικά στις συναλλαγές την αξία του ή τη χρησιμότητα του, σύμφωνα με τη σύμβαση, ενώ ως πραγματικό ελάττωμα (κατά την έννοια του προϊσχύσαντος άρθρου 534 ΑΚ) νοείται η ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή και η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος … 

Υπό το νέο δίκαιο, μετά και την κατάργηση των άρθρων 559 – 561 ΑΚ, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση, ενιαίως για κάθε πώληση, είτε γένους, είτε είδους, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα (ΑΠ 202/2007 δημοσίευση ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών η ευθύνη του πωλητή πλέον στην πώληση, ανεξάρτητα αν το πράγμα ορίζεται κατ’ είδος ή κατά γένος, αποτελεί ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης. Η παράδοση παροχής ελαττωματικής ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες συνιστά αθέτηση της υποχρέωσης προσήκουσας εκπλήρωσης, που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι διαπλαστικό, ενεργεί αναδρομικώς και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής, οι συμβαλλόμενοι δε έχουν υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Για τη γένεση του δικαιώματος υπαναχώρησης απαιτείται η αθέτηση της σύμβασης να είναι ουσιώδης. Πρέπει, δηλαδή, η παράβαση της σύμβασης να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού (χρήσης) της ενοχής (ΕφΑΘ 4794/2008 ΤρΝομΠλΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 542 ΑΚ το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνον μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστροφή βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Προς τούτο το δικαστήριο εξετάζει αν το πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή για την κατά προορισμό χρήση του και αν η ζημία του πωλητή από την υπαναχώρηση είναι δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αγοραστή… 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 543 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, «αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής ασκήσει ένα από τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ (διόρθωση ή αντικατάσταση ή μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση) δικαιούται σωρευτικά με τα πιο πάνω δικαιώματα, να επιδιώξει την καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει συμπληρωματικές ζημίες, που προκλήθηκαν από την ελαττωματικότητα του πράγματος, εφόσον συνδέονται αιτιωδώς με την ελαττωματικότητα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας…

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, κατά το χρόνο παράδοσης του παραπάνω αυτοκινήτου από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη ευθύνης στο πρόσωπο του πωλητή, κατ’ άρθρο 537 παρ. 1 ΑΚ, έλλειπαν από αυτό οι συνομολογημένες μεταξύ των διαδίκων ιδιότητες σχετικά με το έτος κατασκευής του και τον αριθμό χιλιομέτρων που έως τότε είχε διανύσει, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ουσιώδεις, αφού επιδρούν καθοριστικά στην αξία ενός αυτοκινήτου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το ένδικο αυτοκίνητο αγοράστηκε ως καινούργιο και όχι ως μεταχειρισμένο. Επίσης το παραπάνω πραγματικό ελάττωμα του αυτοκινήτου, δηλαδή η δυσλειτουργία του κινητήρα του, που διαπιστώθηκε σε σύντομο διάστημα, μικρότερο του εξαμήνου από την παράδοση του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋπήρχε και οφείλονταν στην εγκατάσταση του συστήματος βελτίωσης του κινητήρα του, είναι ουσιώδες, διότι αφορά νευραλγικό σημείο του αυτοκινήτου, με συνέπεια αυτό να καθίσταται ανασφαλές στην οδήγηση του και να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατά προορισμό χρήση του και για το λόγο αυτό ο ενάγων δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο αυτό, για το οποίο είχε προσδοκίες, κατά την αγορά του, υψηλής αξιοπιστίας, όχι μόνο γιατί το αγόρασε ως καινούργιο, αλλά και γιατί ήταν του συγκεκριμένου εργοστασίου κατασκευής, το οποίο απολαμβάνει φήμης … καταβάλλοντος μάλιστα τίμημα μεγαλύτερο από ότι αντίστοιχα αυτοκίνητα της κατηγορίας του. Λόγω του πραγματικού αυτού ελαττώματος, αλλά και της έλλειψης των παραπάνω συνομολογημένων ιδιοτήτων, δικαιολογείται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το ασκηθέν δικαίωμα της υπαναχώρησης εκ μέρους του ενάγοντος.

Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ίδια αναφορικά με την ύπαρξη του παραπάνω πραγματικού ελαττώματος κατά το χρόνο παράδοσης του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων αυτού κατά τον ίδιο χρόνο, το ύψος του καταβληθέντος τιμήματος και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ελαττώματος και επελθόντος αποτελέσματος, καθώς και ότι η βλάβη του κινητήρα του αυτοκινήτου δεν οφείλεται στην τοποθέτηση συναγερμού και στην αντικατάσταση του κινητήρα του αυτοκινήτου από τον ενάγοντα και έκρινε ότι νόμιμα ασκήθηκε από τον ενάγοντα το δικαίωμα υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ορθά έκρινε και ο πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι … Απορριπτέος ως αβάσιμος επίσης είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε … ο ισχυρισμός του ότι σεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για υπαναχώρηση τον ενάγοντος από την ένδικη σύμβαση πώλησης, παρά μόνο για μείωση του τιμήματος του αυτοκινήτου, ενόψει του ότι ο ενάγων είχε μεταποιήσει το αυτοκίνητο με τοποθέτηση συναγερμού και αντικατάσταση εγκεφάλου, διότι οι εν λόγω μεταβολές δεν συνιστούν μεταποίηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 549 ΑΚ, καθόσον ως μεταποίηση νοείται η μετατροπή του πράγματος σε πράγμα άλλου είδους, ώστε να αποτελεί διαφορετικό πράγμα από εκείνο που πουλήθηκε … και σε κάθε περίπτωση η υπαναχώρηση από την ένδικη σύμβαση κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη, όπως προαναφέρθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν επιδίκασε μείωση μόνο του τιμήματος, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του εναγομένου, δεν έσφαλε … Ο αγοραστής αρκεί να αποδείξει την έλλειψη ενός από τα τέσσερα κριτήρια, που θέτει η διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ για να αποδείξει τη μη εκπλήρωση από τον πωλητή  και στην προκειμένη περίπτωση έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι συντρέχει η έλλειψη της περ.3 του εν λόγω άρθρου (ακαταλληλότητα του αυτοκινήτου για την κατά προορισμό χρήση του) και σε κάθε περίπτωση η περ.4 αναφέρεται στην προσδοκία του αγοραστή από την ποιότητα ή την απόδοση από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του και όχι στην προσδοκία του πωλητή από τις παραπάνω δημόσιες δηλώσεις τρίτων προσώπων.