- Δικηγόρος εναγόμενης ΑΕ: Στέλιος Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).
- Σχεδιασμός τακτικής – προετοιμασία Προτάσεων εναγόμενης – σύνταξη ενστάσεων: Στέλιος Μαυρίδης και Ασημίνα Κυρίδη (ΔΣΘ).
- Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Χρήστος Χριστοδουλόπουλος (ΔΣΑ).
Καταναλώτρια άσκησε αγωγή κατά της εντολέως μας, που δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο, εισάγοντας αποκλειστικά προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας οικιακών ειδών. Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι, τον Νοέμβριο του 2013, αγόρασε από κατάστημα της εντολέως μας, στην Αθήνα, μία φορητή συσκευή παρασκευής καφέ, η οποία διέθετε βαλβίδα ασφαλείας. Ότι η συσκευή αυτή είχε “ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα” στη βαλβίδα, το οποίο “την εξέθεσε ως χρήστρια” της συσκευής, σε “κίνδυνο ζωής“, καθώς, μετά από 3 μήνες λειτουργίας, “η συσκευή εξερράγη και εκτόξευσε τα εξαρτήματα της στο πρόσωπο” της ενάγουσας, προκαλώντας της “βλάβες στη γνάθο, στα χείλη, στα δόντια“. Ότι η ίδια “αναγκάσθηκε, λόγω του τραυματισμού” της από την έκρηξη, να λάβει ειδική φαρμακευτική αγωγή και να παραμείνει κλινήρης επί δίμηνο. Ότι επιπλέον παρουσίασε “μετατραυματικές αγχωτικές διαταραχές“. Ότι, για τα παραπάνω, “αποκλειστικά υπεύθυνη και υπαίτια ήταν η εναγόμενη” εντολέας μας. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα με την αγωγή της ζητούσε έξοδα φαρμάκων και νοσηλείας, διαφυγόντα κέρδη εκ της εργασίας της και ένα σημαντικό ποσό “για ηθική βλάβη από αδικοπραξία“, με κύρια νομική βάση τις διατάξεις του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και με επικουρική βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη και την ευθύνη από την αδικοπραξία.
Η αγωγή αντιμετωπίσθηκε από τους δικηγόρους της υπόθεσης εξ αρχής τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο δικονομικό. Μαζί με την άρνηση της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής και την ανταπόδειξη, υπεβλήθησαν, με εκτενή ανάλυση και θεμελίωση, οι ενστάσεις: απαράδεκτου λόγω αοριστίας, απαράδεκτου λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και, επικουρικά, οικείου πταίσματος. Αναλύθηκε ο ν.2251/1994 ως προς τις έννοιες του παραγωγού και του προμηθευτή ώστε το Δικαστήριο να οδηγηθεί στην κρίση περί απαλλαγής του τελευταίου.
Επί της ουσίας, στηρίξαμε νομικά τον ισχυρισμό μας ότι η (υποτιθέμενη σε κάθε περίπτωση) ευθύνη της εντολέως μας ως προμηθεύτριας (άρθρο 7 παρ.8-9 Ν.2251/1994) διακρίνεται από την ευθύνη της παραγωγού εταιρίας (άρθρο 7 παρ.7 νόμου), αλλά και αυτήν του εισαγωγέα από τρίτη χώρα (εκτός ΕΕ), καθ ότι ουδεμία παρέμβαση έλαβε χώρα από την προμηθεύτρια ΑΕ σε οποιοδήποτε παραγωγικό στάδιο και έτσι δεν ήταν δυνατόν αυτή να παρέμβει στα χαρακτηριστικά ασφάλειας του προϊόντος. Ισχυρισθήκαμε ότι εκείνος που εισάγει προϊόν σε χώρα της Κοινότητας (και ειδικότερα στην ημεδαπή) από άλλη χώρα της Κοινότητας, δεν ευθύνεται κατά τις ως άνω διατάξεις για ζημία που προκαλείται λόγω ελαττώματος του προϊόντος αυτού. Ο αποκλεισμός της ευθύνης του οφείλεται στην επιδίωξη των συντακτών της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ, που εξέδωσε στις 25.7.1985 το Συμβούλιο Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και προς συμμόρφωση με την οποία θεσπίσθηκε ο παραπάνω νόμος, να μη δημιουργούνται τεχνητά εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών της Κοινότητας. Επομένως, η ευθύνη βαραίνει μόνο αυτόν που εισάγει το προϊόν σε χώρα της Ένωσης από τρίτη χώρα και όχι από άλλη χώρα, που ανήκει στην Ε.Ε. Κατά συνέπεια, θεμελιώσαμε το ότι ο προμηθευτής υποκαθιστά μεν τον παραγωγό, όταν όμως η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη (στην επίδικη περίπτωση, η ταυτότητα του παραγωγού ήταν γνωστή στην ενάγουσα και το αποδείξαμε) και, επίσης, όταν ο προμηθευτής παραβιάζει την υποχρέωση του να την γνωστοποιήσει στον καταναλωτή εντός εύλογης προθεσμίας.
Μεταξύ άλλων, με ένσταση μας, πετύχαμε να ΜΗΝ ληφθεί υπόψη ένορκη βεβαίωση της ενάγουσας-αντιδίκου αφού “αυτή, κατά το περιεχόμενο της δόθηκε προς υποστήριξη των αγωγιών ισχυρισμών (238 ΚΠολΔ) και δεν αφορά σε σχολιασμό μαρτυρικών καταθέσεων ή σε αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών…”.
Η απόφαση που εξεδόθη μας δικαίωσε πλήρως, καθώς η αγωγή εναντίον της εντολέως μας απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σημαντικές σκέψεις της απόφασης αυτής ακολουθούν:
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§1, 2 και 4 στοιχείο α’, 6 §§1, 5 και 6, 7 §§1 και 2 του ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Η έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 εδ.α’ του ν.2251/1994, είναι ευρεία καθώς καταλαμβάνει, κατά το γράμμα του, κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση, για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Η ως άνω θεσπισθείσα με τον ν.2251/1994 ρύθμιση, αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 § 5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθρου 6 του ν.2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1) και απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων (ΑΠ 1343/2012, 1305/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων, δηλαδή, καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή αποζημίωσης και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ.2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§6), ενώ, κατά την παρ.8, για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν την συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητάς τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική(ΑΠ 1359/2018, ΤΡΑΠΕΖΑΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 §2 εδ.α’ ν.2251/1994, «ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα», ενώ ως παραγωγός, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρείται και ο εισαγωγέας, σύμφωνα με την §3 του ίδιου ως άνω άρθρου που ορίζει ότι «όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός». Σημειώνεται εδώ ότι, στο άρθρο 3 §§ 1 και 2 της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985, «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης ελαττωματικών προϊόντων», η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο αρχικά με το ν.1961/1991 και τέλος με το ν.2251/1994, ορίζεται ότι ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμίας, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο (παρ.1), και ότι, με την επιφύλαξη της ευθύνης του παραγωγού, οποιοσδήποτε εισάγει στην Κοινότητα ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, leasing ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός του κατά την έννοια της παρούσας Οδηγίας και υπέχει ευθύνη παραγωγού. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι, κατά πλάσμα δικαίου, ως παραγωγός θεωρείται και, ο εισαγωγέας, το πρόσωπο, δηλαδή, το οποίο, με σκοπό την πώληση, εκμίσθωση, leasing ή άλλης μορφής διάθεση στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα από τρίτη χώρα και κατά συνέπεια, όποιος διακινεί προϊόντα μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευθύνεται μόνο ως προμηθευτής (ΑΠ 499/2017, ΕφΑΘ 338/2020, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 §7 του ν.2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το ν. 3587/2007, οριζόταν ρητά ότι «η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχική οδύνη λόγω θανάτου». Ενόψει της διάταξης αυτής, δεν παρεχόταν απευθείας αξίωση για χρηματική ικανοποίηση για ζημία που προκλήθηκε από ελαττωματικό προϊόν, κατά του παραγωγού αυτού, η οποία (αξίωση) μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο στο πλαίσιο της αδίκοπρακτικής ευθύνης του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου (ΑΚ 914, 932 ΚΠολΔ) ή του διαμορφωθέντος νομολογιακού αδικοπρακτικού δικαίου της ευθύνης του παραγωγού (ΑΚ 914, 281, 288, 925 με ανάλογη εφαρμογή, 932). Να σημειωθεί ότι, μετά την τροποποίηση του ν.2251/1994, το άρθρο 6 §7 ορίζει ότι «χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου». Για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού, κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθρα 5 §1 του Συντάγματος, 200, 281, 288 ΑΚ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα χρηστά συναλλακτικό ήθη δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητας (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της.
Επίσης, με την §2 του ίδιου άρθρου καθορίζεται η έννοια του ασφαλούς προϊόντος, όπως επίσης και οι περιστάσεις που διαμορφώνουν τον ορίζοντα ασφαλείας. Ως ασφαλές θεωρείται ένα προϊόν όταν, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους χαμηλού επιπέδου, οι οποίοι κρίνονται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων. Το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας, είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιωμένος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του προϊόντος (ΚΠολΔ 338 § 1). Το αίτιο, όμως, της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων και, συνεπώς, δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται δεκτό, έτσι, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των «σφαιρών επιρροής» προέλευσης των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και, αντίθετα, έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι, κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται (ΑΚ 71, 922 ΑΚ). Έτσι, με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 1938/2006, 891/2013, 1359/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 καί 543 ΑΚ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που, κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Εναλλακτικά, και υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, δικαιούται να επιλέξει τη μη άσκηση των δικαιωμάτων διόρθωσης, αντικατάστασης ή υπαναχώρησης και αντ’αυτών να ζητήσει απευθείας αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 499/2017, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 543 ΑΚ «αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικούπράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, εφ’ όσον η προβλεπόμενη σε αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος «για μη εκπλήρωση της σύμβασης» (543 εδ.α‘), που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο καί το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής επιλέξει να κρατήσει το πράγμα, δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση α) τόσο για τη θετική ζημία που επήλθε από την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος και που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που θα είχε το πωληθέν χωρίς την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή χωρίς το πραγματικό ελάττωμα, και εκείνης που έχει ήδη το ελαττωματικό ή σε όσα δαπάνησε για την αποκατάσταση της έλλειψης και όχι στην πλήρη από την μη εκτέλεση της σύμβασης καθ’ ολοκληρίαν οφειλώμενη αποζημίωση (ΑΠ 553/2009· ΕφΘεσ 1057/2013, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ) όσο και για το διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας ή της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος, β) για τη λεγόμενη «περαιτέρω ζημία», δηλαδή τη ζημία σε άλλα αγαθά, πέρα από το αντικείμενο της πώλησης ή σε αγαθά που απορρέουν από την προσωπικότητα (π.χ. στην υγεία του, στην κυριότητά του σε άλλα αντικείμενα κ.τ.λ.), η οποία, χωρίς να συνδέεται άμεσα με την «εκπλήρωση» της παροχής του πωλητή, οφείλεται εντούτοις έμμεσα και αυτή αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ζημίες που οφείλονται μεν αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος, αλλά δεν εμπίπτουν σε εκείνες που καταλαμβάνονται από το στοιχείο (α) ανωτέρω της παρούσας (ΑΠ 1588/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι δυνατόν, όμως, μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως καί ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καί χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή κρίνεται κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΝοΒ 22.505· ΑΠ 500/2010- 983/2019, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης λόγω πραγματικού ελαττώματος και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία, θα πρέπει το πραγματικό ελάττωμα να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή (ΕφΘεσ 867/2008, Αρμ 2009.362, ΕφΠειρ 322/2016, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Όπως όταν ο πωλητής αποσιωπά δολίως την ύπαρξη του ελαττώματος από τον αγοραστή ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον τελευταίο και συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν to πραγματικό της αδικοπραξίας και, συγκεκριμένα, της αστικής απάτης (άρθρα 147 και 149 ΑΚ). Έτσι, δόλια αποσιώπηση υπάρχει όταν ο πωλητής, κατά τον παραπάνω χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, ενώ, πλην άλλων, γνωρίζει την ύπαρξη ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας και επιπλέον ότι η ανακοίνωσή του στον αγοραστή, που το αγνοεί, θα απέτρεπε αυτόν από την αγορά, δεν του το ανακοινώνει, όπως από την καλή πίστη και την μεταξύ τους, λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, σχέση επιβαλλόταν. Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47.391, 1190/2007, 727/2019, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).
Ωστόσο, η κρισιολογούμενη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως τέτοια διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ευθύνη για τη ζημία που προκαλεί μη ασφαλές προϊόν σε κάθε περιουσιακό στοιχείο του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το καταναλωτικό προϊόν, με βάση τα άρθρα 6 και 7 του ν.2251/1994 έχει ο παραγωγός, ενώ α) ο εισαγωγέας ευθύνεται μόνο όταν το προϊόν εισάγεται από τρίτη χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η επίδικη συσκευή κατασκευάστηκε σε τρίτη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, και β) ο προμηθευτής προϊόντων εισαγωγής από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευθύνεται μόνο όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, εκτός αν ο προμηθευτής μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή αυτού που του προμήθευσε το προϊόν, περίπτωση η οποία δε συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η εναγομένη αρνήθηκε να της αποκαλύψει την κατασκευάστρια της επίδικης συσκευής. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς αμφότερες τις επικουρικά σωρευόμενες βάσεις της, ήτοι της ενδ ο συμβατικής ευθύνης και της ευθύνης από αδικοπραξία, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που μνημονεύονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ως και σε αυτές των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 513, 537 §2, 914 και 932 ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή, κατα το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της…
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εταιρία, ως απλά και μόνο προμηθευτής της επίδικης καφετιέρας από την … εταιρία, δε θα μπορούσε και εκ των πραγμάτων δεν παρενέβη σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής – κατασκευής αυτής, ούτε δε και στην εξέταση και διαπίστωση των προδιαγραφών ασφαλείας της, μη έχοντας προς τούτο νομική υποχρέωση. Τούτο δε διότι, με την ως άνω αναφερόμενη αποκλειστική ιδιότητα του προμηθευτή, η εναγόμενη ουδέποτε εγγυήθηκε, διά των νομίμων εκπροσώπων της, την ορθή λειτουργία της ούτε πραγματοποίησε τον τελικό έλεγχο του συγκεκριμένου προϊόντος, απορριπτομένου ως αναληθή και ουσιαστικά αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, η οποία, άλλωστε, ουδόλως προσκομίζει –φέρουσα και το σχετικό βάρος απόδειξης– το επικαλούμενο συνοδεύον τη συσκευή φυλλάδιο εγγύησης με την περιεχόμενη σε αυτό βεβαίωση ότι αυτή (η εναγόμενη) πραγματοποίησε τον τελικό έλεγχο της συσκευής. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, με την προαναφερόμενη ιδιότητα, η εναγόμενη εκπλήρωσε όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο υποχρεώσεις της, ήτοι: α. ενημέρωσε προσηκόντως τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, β. ενέκρινε το δελτίο τύπου της τελευταίας, γ. διένειμε το δελτίο αυτό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δ. ανήρτησε το δελτίο στο ιστολόγιο και τα καταστήματα της και, ταυτόχρονα, απηύθυνε πρόσκληση στο καταναλωτικό κοινό να επιστρέφει τη συσκευή και ε. προέβη στην άμεση απόσυρση των λοιπών συσκευών που δεν είχαν διατεθεί. Πέραν τούτων, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο αγοράς της επίδικης καφετιέρας από την ενάγουσα και για χρονικό διάστημα τριών και πλέον μηνών, ουδέν πρόβλημα υπήρχε ή είχε εμφανιστεί στη λειτουργία της, ενισχύοντας την κρίση του Δικαστηρίου ότι η συσκευή δεν έφερε πραγματικό, ήτοι κατασκευαστικό, ελάττωμα, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας, εδραζόμενου στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 537 § 2 ΑΚ. Τούτο δε, διότι α. ουδέποτε η επίδικη συσκευή παραδόθηκε από την ενάγουσα στην εναγομένη προκειμένου να εξετασθεί ως προς τη λειτουργία της και να διαπιστωθεί το πρόβλημα που οδήγησε στην εκτίναξη της βαλβίδας της και συνακόλουθα στον τραυματισμό της ενάγουσας…
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρισιολογούμενη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μετά την απόρριψη της αγωγής η συνεκδικαζόμενη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 §1, l περ. α’, 65, 68 § 1 και 166 ν.4194/2013 «Κώδικα Περί Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.