9070/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Εκουσία, Κτηματολογικός Δικαστής): διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής, παράγωγος τρόπος κυριότητας, πρώτη εγγραφή, εσφαλμένη καταχώρηση, συνένωση όμορων ακινήτων / δεκτή η αίτηση.

Σύνταξη αίτησης: Στ.ΜαυρίδηςΧρ.Μορφουλάκη (ΔΣΘ).

Σύνταξη προτάσεων: Στ.ΜαυρίδηςΕιρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Συζήτηση στο ακροατήριο: Ειρ.Βασιλειάδου (ΔΣΘ).

Σύμφωνα με το άρθρο 6§3 Ν.2664/1998, όπως ισχύει σήμερα, στην περίπτωση των αρχικών κτηματολογικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» είναι δυνατό, αντί της προβλεπόμενης στο άρθρο 6§2 Ν.2664/1998 αγωγής, να ζητηθεί η διόρθωση αυτής με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεση της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

Εάν στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έχουν ήδη καταχωρισθεί και άλλες αιτήσεις ή κύριες παρεμβάσεις με αντίστοιχο περιεχόμενο, η μεταγενέστερη αίτηση κοινοποιείται από τον αιτούντα επί ποινή απαραδέκτου και εντός της ως άνω προθεσμίας στους προηγούμενους αιτούντες ή κυρίως παρεμβαίνοντες, η δε κοινοποίηση της αίτησης στις ανωτέρω περιπτώσεις γίνεται με επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή, ενώ εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6§2 Ν.2664/1998.

Οπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η σύμφωνα με αυτή διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος, η δε ως άνω αίτηση δεν στρέφεται κατά οποιουδήποτε, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 748§2, 752 και 753 ΚΠολΔ (ΑΠ 259/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 1500/2013 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατ’ άρθρο 6§3 εδ.ε’ Ν.2664/1998 για τη συζήτηση της ως άνω αίτησης, προσκομίζεται, με ποινή απαραδέκτου, αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου στο οποίο αφορά η διόρθωση.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος με παράγωγο τρόπο (αγορά) ενός γεωτεμαχίου στη θέση «…» στην Κοινότητα … Δήμου … Θεσσαλονίκης, αποτελούμενο από δύο επιμέρους όμορα ακίνητα που συνενώθηκαν εν τοις πράγμασι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι κατά τις πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο τα δύο επιμέρους γεωτεμάχια καταχωρήθηκαν ως ένα ενιαίο ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, αλλά ως ιδιοκτήτης του κατά ποσοστό 100 % καταχωρίστηκε «άγνωστος ιδιοκτήτης». Ότι η ως άνω καταχώρηση είναι εσφαλμένη, καθώς αποκλειστικός κύριος του ακινήτου κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών ήταν ο ίδιος, κατά ποσοστό 100 %, ζητεί δε, να διαταχθεί η διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς πρώτης εγγραφής και να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμα και οι τίτλοι του. 

Με το περιεχόμενο αυτό η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του  Δικαστηρίου αυτού κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2§2 Ν. 3481/2006 και 739 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 και των άρθρων 1033 επ. ΑΚ. Επομένως, εφόσον α) η αίτηση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προθεσμίας των 7 ετών του άρθρου 6§2 εδ.β’ Ν.2664/1998, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 37 Ν.4361/2016, δεδομένου ότι, με απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ, ορίστηκε ως  ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου της περιοχής αυτής η …, δηλαδή μετά την ισχύ του Ν. 3481/2006, β) έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6§3 Ν.2664/1998 με την κοινοποίηση αντιγράφου της αιτήσεως στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/20-8-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, γ) έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα την 18-8-2018 αντίγραφο της στο κτηματολογικό φύλλο του Εθνικού Κτηματολογίου του ακινήτου με ΚΑΕΚ … με αριθμό καταχώρισης 4370, και δ) προσκομίζεται αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου, όπως απαιτεί το άρθρο 6§3 εδ.ε’ Ν.2664/1998, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

Καίτοι δεν έλαβε χώρα συνένωση των ακινήτων με συμβολαιογραφικό έγγραφο, τούτο δεν ασκεί επιρροή, καθώς μόνος κύριος αμφοτέρων των ακινήτων ήταν ο αιτών, επομένως δεν ετίθετο ζήτημα προσδιορισμού ποσοστών συγκυριότητας στο νέο, ενιαίο ακίνητο, όπως θα έπρεπε να γίνει εάν υπήρχαν περισσότεροι συγκύριοι σε κάθε ακίνητο, με διαφορετικά μεταξύ τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας. Κατά το στάδιο της κτηματογράφησης ο αιτών υπέδειξε εσφαλμένα άλλο ακίνητο από το επίδικο, και η δήλωσή του, του ν. 2308/1995 για το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο του, που καταχωρήθηκε ως ένα ενιαίο και έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ … στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα το επίδικο να φέρεται να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη, εγγραφή η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω, τυγχάνει ανακριβής

Ως εκ τούτου, κατά την έναρξη του κτηματολογίου της περιοχής, την …, πλήρης κύριος του επιδίκου ακινήτου ήταν ο αιτών κατά ποσοστό 100%. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εφόσον διαπιστώνεται η, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου, κυριότητα του αιτούντος στο επίδικο ακίνητο, και λόγω του προφανούς εννόμου συμφέροντος του για την διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, να διαταχθεί η κατά τα ανωτέρω διόρθωση της εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθούν οι τίτλοι και το εγγραπτέο δικαίωμά του, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ,

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο …, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο με ΚΑΕΚ …, το οποίο αφορά σε ένα γεωτεμάχιο, εμβαδού … τμ., που βρίσκεται επί της οδού … στο Δήμο … Θεσσαλονίκης, να αναγραφεί κύριος κατά ποσοστό 100 % ο αιτών, με αιτία κτήσης «πώληση» και τίτλους κτήσης: α) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό … και β) το υπ’αρ. … συμβόλαιο πώλησης της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, που μεταγράφηκε νόμιμα στις … στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …. .

7295/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία): ανακοπή κατά ΔΠ από τιμολόγια, έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου / δεκτός ο 1ος λόγος της ανακοπής μας, άκυρη η προσβαλλόμενη ΔΠ και η επιταγή προς πληρωμή.

Δικηγόρος ανακόπτουσας/σύνταξη προτάσεων-ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου ένατου άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις Ν.4335/2015) «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Κατά δε το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής…

Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδικήδιαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές … θα το έκανε με ρητή αναφορά στην Αιτιολογική του Έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την διά παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων…

Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ.1, 626, 628 παρ.1 εδ.α’, 632 παρ.1 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1480/2007). 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ΚΠολΔ το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων μόνον εάν αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων-δελτίων αποστολής) κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφαλείας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής, δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/ι2014, ΑΠ 1480/2007).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση – βουλήσεως γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 1792/2002, 1308/2002). Η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 134/2004).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής τους κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αιτήσεως και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρεώσεως από τον πιστωτικό τίτλο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002, ΑΠ 112/2002, ΑΠ 1215/2000).

Από το περιεχόμενο και το αίτημα της υπό κρίση ανακοπής προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής τρυ άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω σώρευση είναι παραδεκτή (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 2, 584, 632, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1, άρθρο τέταρτο του V- 4335/2015 και 933 παρ. 2, ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του με το άρθρο όγδοο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015), δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας [άρθρα 591 παρ. 1 περ. α’, 638 – 644, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, και 937 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012)] και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑΘ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5326/2007, ΕλλΔνη 2008.1099 και Νικολόπουλο σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775) … ενώ κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά της ως άνω από 11.8.2014 επιταγής προς εκτέλεση, η ανακοπή είναι επίσης εμπρόθεσμη κατά το άρθρο 934 § 1 α’ & β’ ΚΠολΔ, αφού μετά την επίδοση της ως άνω επιταγής προς πληρωμή δεν προκύπτει ότι ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης. Επομένως, πρέπει οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και ουσία βάσιμο αυτών.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής τεθείσας επιταγής προς εκτέλεση, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα λόγω μη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαιτήσεως για την οποία αυτή εκδόθηκε, καθώς δεν έχει τεθεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας στα προς απόδειξη της απαίτησης της καθ’ης προσκομισθέντα τιμολόγια πώλησης αλλά η υπογραφή προσώπου που δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία ούτε του είχε παρασχεθεί εξουσιοδότηση προς παραλαβή των εμπορευμάτων και υπογραφή των σχετικών παραστατικών, ενώ μόνο σε ένα εξ αυτών έχει τεθεί η σφραγίδα της ανακόπτουσας εταιρείας. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ και θα πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ουσίαν βάσιμος … και να ακυρωθεί η υπ’αρ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 11.8.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων (ΑΠ658/2007, ΑΠ 340/2006, ΕφΝαυπλ 90/2019, ΕφΑΘ 1294/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧριδΔ 2007.156, ΕφΑΘ 5824/2001 ΕλΔνη 2002.189). 

2573/2013 Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (μείωση μισθώματος επί εμπορικής μίσθωσης περιπτέρου / απορρίπτει έφεση, επικυρώνει την πρωτόδικη 22644/2012 απόφαση του ΜΠΘ):

Δικηγόρος εφεσιβλήτου/ενάγοντος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Στην παρ.4 του άρθρου 7 του ΠΔ 34/1995 «κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων» ορίζεται ότι «σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα». Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, β) η μεταβολή πρέπει να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από τη μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια της άνω διάταξης, είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων αλλά  προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικά δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και, συνακόλουθα, της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων, δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας… 

Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, όπως και στις εμπορικές μισθώσεις, στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Η αρχή που θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη αυτή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δ ικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, λόγω ειδικών νομισματικών ή και άλλων συνθηκών, μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο προσήκον μέτρο … Παρέχεται, έτσι, στο δικαστή η δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος και συντρέχουν αντικειμενικά κριτήρια αντλούμενα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και συνεκτιμάται (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλΔ 38.767). Έτσι, αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόσει το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο που αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη, ακόμα και στην περίπτωση που συμφωνήθηκε ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος. Επομένως και ο μισθωτής εμπορικής μίσθωσης, στην οποία, κατ’ άρθρο 44 του ΓΕΔ 34/1995, εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, μπορεί να ζητήσει την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος, αρχικού ή μετά από συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) αναπροσαρμογή, με βάση, εκτός από το άρθρο 388 του ΑΚ, το άρθρο 288 του ίδιου Κώδικα, εφόσον, εξαιτίας προβλέψιμων ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου, ώστε με τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η αναπροσαρμογή του στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη. Σκοπός, δηλαδή, του άρθρου 288 του ΑΚ στις συμβάσεις μίσθωσης είναι να εναρμονισθεί το συμβατικά οφειλόμενο μίσθωμα με το αντικειμενικά δυνάμενο να επιτευχθεί στη δεδομένη χρονική περίοδο, για την οποία κρίθηκε ότι υπάρχει δυσαρμονία του μισθώματος, χωρίς να καταργείται η συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος …

Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 255 του ΑΚ μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων γειτονικών και ομοειδών ακινήτων η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διάφορους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις, στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή, δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού κάθε φορά η κρίση εξαρτάται από συγκεκριμένες συντρέχουσες συνθήκες. Τη συνδρομή πάντως των ειδικών συνθηκών, που επιβάλλουν την εφαρμογή της άνω διάταξης, οφείλει για την πληρότητα της σχετικής αγωγής να επικαλεσθεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει ο ενάγων … Το δικαίωμα, που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης, με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το σημείο αυτό να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικά, χωρίς αναδρομικότητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι ενεργής (ΑΠ 1229/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2011 ΕλΔ 52.1400, ΑΠ 508/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2166/2009 ΕΔικΠολ 2010.254, ΑΠ 1464/2009 Αρμ. 2010.668, ΑΠ 1487/2005 ΕλΔ 47.167) … 

Στην αγωγή αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, όταν την ασκεί ο μισθωτής, πρέπει, εκτός από άλλα, να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ, οπότε και έχει συμφέρον (ο ενάγων – μισθωτής) στη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος. Επίσης, οφείλει (ο ενάγων) να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο, κατά τρόπο σαφή, ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. συγκεκριμένες οικονομικές, νομισματικές και λοιπές συνθήκες, οι οποίες μετέβαλαν τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και δικαιολογούν, με αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, τη μείωση του μισθώματος. Δηλαδή, απαιτείται κατά τρόπο συγκεκριμένο να αναφερθεί π.χ. η σημαντική μείωση του τιμαρίθμου και του ατομικού εισοδήματος, η μη ζήτηση καταστημάτων για μίσθωση που έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, η ζημία του μισθωτή και τέλος η μισθωτική αξία όμορων και ομοειδών καταστημάτων. Τα στοιχεία αυτά, πρόσφορα και συγκεκριμένα και όχι με απλή επανάληψη της διατύπωσης του νόμου, εφόσον παραλειφθούν, δημιουργούν αοριστία του δικογράφου και ακυρότητα, γιατί η αναπροσαρμογή του μισθώματος … δε σημαίνει εξουσία του δικαστηρίου να διαμορφώσει το μίσθωμα σε εκείνο ακριβώς το ύψος που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Αντίθετα, σημαίνει, ότι το δικαστήριο οφείλει πρώτα να διαγνώσει αν μεταξύ του οφειλόμενου, κατά το σύστημα της αντικειμενικής ή συμβατικής αναπροσαρμογής, μισθώματος και εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης («ελεύθερου») υπάρχει διαφορά τόσο σημαντική, ώστε να επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου (οφειλόμενου) και ύστερα, αν διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 1229/2011 ο.π., ΑΠ 423/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2045/2006 ΧρΤΛ 2007.698, ΑΠ 1487/2005 ο.π., ΕφΑΘ 1824/2009 ΝοΒ 2009.1363) … Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της έφεσης της κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

757/2013 Πολυμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (υπαναχώρηση επί συμβάσεως πώλησης αυτοκινήτου, πραγματικό ελάττωμα, έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας / απορρίπτει έφεση, επικυρώνει την πρωτόδικη 6203/2011 απόφαση του ΜΠΘ):

Δικηγόρος εφεσιβλήτου: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ,).

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535 και 540 του ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 14 του ν. 3043/2002 και ισχύουν από την 21-8-2002, οπότε ο νόμος αυτός (με τον οποίο τροποποιήθηκε το ελληνικό δίκαιο της πώλησης προκειμένου να προσαρμοστεί στην Οδηγία 1999/44/ΕΚ) δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 192 – βλ σχετ. άρθρο 14 αυτού), προκύπτει, ότι ο αγοραστής, κατά τις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται κατ’ επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνση του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει τη συνομολογημένη ιδιότητα, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκεια της, επηρεάζει θετικά στις συναλλαγές την αξία του ή τη χρησιμότητα του, σύμφωνα με τη σύμβαση, ενώ ως πραγματικό ελάττωμα (κατά την έννοια του προϊσχύσαντος άρθρου 534 ΑΚ) νοείται η ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή και η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος … 

Υπό το νέο δίκαιο, μετά και την κατάργηση των άρθρων 559 – 561 ΑΚ, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση, ενιαίως για κάθε πώληση, είτε γένους, είτε είδους, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα (ΑΠ 202/2007 δημοσίευση ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών η ευθύνη του πωλητή πλέον στην πώληση, ανεξάρτητα αν το πράγμα ορίζεται κατ’ είδος ή κατά γένος, αποτελεί ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης. Η παράδοση παροχής ελαττωματικής ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες συνιστά αθέτηση της υποχρέωσης προσήκουσας εκπλήρωσης, που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι διαπλαστικό, ενεργεί αναδρομικώς και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής, οι συμβαλλόμενοι δε έχουν υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Για τη γένεση του δικαιώματος υπαναχώρησης απαιτείται η αθέτηση της σύμβασης να είναι ουσιώδης. Πρέπει, δηλαδή, η παράβαση της σύμβασης να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού (χρήσης) της ενοχής (ΕφΑΘ 4794/2008 ΤρΝομΠλΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 542 ΑΚ το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνον μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστροφή βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Προς τούτο το δικαστήριο εξετάζει αν το πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή για την κατά προορισμό χρήση του και αν η ζημία του πωλητή από την υπαναχώρηση είναι δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αγοραστή… 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 543 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, «αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής ασκήσει ένα από τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ (διόρθωση ή αντικατάσταση ή μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση) δικαιούται σωρευτικά με τα πιο πάνω δικαιώματα, να επιδιώξει την καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει συμπληρωματικές ζημίες, που προκλήθηκαν από την ελαττωματικότητα του πράγματος, εφόσον συνδέονται αιτιωδώς με την ελαττωματικότητα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας…

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, κατά το χρόνο παράδοσης του παραπάνω αυτοκινήτου από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη ευθύνης στο πρόσωπο του πωλητή, κατ’ άρθρο 537 παρ. 1 ΑΚ, έλλειπαν από αυτό οι συνομολογημένες μεταξύ των διαδίκων ιδιότητες σχετικά με το έτος κατασκευής του και τον αριθμό χιλιομέτρων που έως τότε είχε διανύσει, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ουσιώδεις, αφού επιδρούν καθοριστικά στην αξία ενός αυτοκινήτου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το ένδικο αυτοκίνητο αγοράστηκε ως καινούργιο και όχι ως μεταχειρισμένο. Επίσης το παραπάνω πραγματικό ελάττωμα του αυτοκινήτου, δηλαδή η δυσλειτουργία του κινητήρα του, που διαπιστώθηκε σε σύντομο διάστημα, μικρότερο του εξαμήνου από την παράδοση του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋπήρχε και οφείλονταν στην εγκατάσταση του συστήματος βελτίωσης του κινητήρα του, είναι ουσιώδες, διότι αφορά νευραλγικό σημείο του αυτοκινήτου, με συνέπεια αυτό να καθίσταται ανασφαλές στην οδήγηση του και να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατά προορισμό χρήση του και για το λόγο αυτό ο ενάγων δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο αυτό, για το οποίο είχε προσδοκίες, κατά την αγορά του, υψηλής αξιοπιστίας, όχι μόνο γιατί το αγόρασε ως καινούργιο, αλλά και γιατί ήταν του συγκεκριμένου εργοστασίου κατασκευής, το οποίο απολαμβάνει φήμης … καταβάλλοντος μάλιστα τίμημα μεγαλύτερο από ότι αντίστοιχα αυτοκίνητα της κατηγορίας του. Λόγω του πραγματικού αυτού ελαττώματος, αλλά και της έλλειψης των παραπάνω συνομολογημένων ιδιοτήτων, δικαιολογείται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το ασκηθέν δικαίωμα της υπαναχώρησης εκ μέρους του ενάγοντος.

Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ίδια αναφορικά με την ύπαρξη του παραπάνω πραγματικού ελαττώματος κατά το χρόνο παράδοσης του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων αυτού κατά τον ίδιο χρόνο, το ύψος του καταβληθέντος τιμήματος και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ελαττώματος και επελθόντος αποτελέσματος, καθώς και ότι η βλάβη του κινητήρα του αυτοκινήτου δεν οφείλεται στην τοποθέτηση συναγερμού και στην αντικατάσταση του κινητήρα του αυτοκινήτου από τον ενάγοντα και έκρινε ότι νόμιμα ασκήθηκε από τον ενάγοντα το δικαίωμα υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ορθά έκρινε και ο πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι … Απορριπτέος ως αβάσιμος επίσης είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε … ο ισχυρισμός του ότι σεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για υπαναχώρηση τον ενάγοντος από την ένδικη σύμβαση πώλησης, παρά μόνο για μείωση του τιμήματος του αυτοκινήτου, ενόψει του ότι ο ενάγων είχε μεταποιήσει το αυτοκίνητο με τοποθέτηση συναγερμού και αντικατάσταση εγκεφάλου, διότι οι εν λόγω μεταβολές δεν συνιστούν μεταποίηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 549 ΑΚ, καθόσον ως μεταποίηση νοείται η μετατροπή του πράγματος σε πράγμα άλλου είδους, ώστε να αποτελεί διαφορετικό πράγμα από εκείνο που πουλήθηκε … και σε κάθε περίπτωση η υπαναχώρηση από την ένδικη σύμβαση κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη, όπως προαναφέρθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν επιδίκασε μείωση μόνο του τιμήματος, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του εναγομένου, δεν έσφαλε … Ο αγοραστής αρκεί να αποδείξει την έλλειψη ενός από τα τέσσερα κριτήρια, που θέτει η διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ για να αποδείξει τη μη εκπλήρωση από τον πωλητή  και στην προκειμένη περίπτωση έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι συντρέχει η έλλειψη της περ.3 του εν λόγω άρθρου (ακαταλληλότητα του αυτοκινήτου για την κατά προορισμό χρήση του) και σε κάθε περίπτωση η περ.4 αναφέρεται στην προσδοκία του αγοραστή από την ποιότητα ή την απόδοση από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του και όχι στην προσδοκία του πωλητή από τις παραπάνω δημόσιες δηλώσεις τρίτων προσώπων.

4771/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία): απόρριψη, ως ουσία αβάσιμης, αγωγής αντιδίκου (για ζημίες και ηθική βλάβη λόγω “ελαττωματικού” προϊόντος) σε βάρος εντολέα του γραφείου μας.

  • Δικηγόρος εναγόμενης ΑΕ: Στέλιος Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).
  • Σχεδιασμός τακτικής – προετοιμασία Προτάσεων εναγόμενης – σύνταξη ενστάσεων: Στέλιος Μαυρίδης και Ασημίνα Κυρίδη (ΔΣΘ).
  • Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Χρήστος Χριστοδουλόπουλος (ΔΣΑ).

Καταναλώτρια άσκησε αγωγή κατά της εντολέως μας, που δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο, εισάγοντας αποκλειστικά προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας οικιακών ειδών. Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι, τον Νοέμβριο του 2013, αγόρασε από κατάστημα της εντολέως μας, στην Αθήνα, μία φορητή συσκευή παρασκευής καφέ, η οποία διέθετε βαλβίδα ασφαλείας. Ότι η συσκευή αυτή είχε “ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα” στη βαλβίδα, το οποίο “την εξέθεσε ως χρήστρια” της συσκευής, σε “κίνδυνο ζωής“, καθώς, μετά από 3 μήνες λειτουργίας, “η συσκευή εξερράγη και εκτόξευσε τα εξαρτήματα της στο πρόσωπο” της ενάγουσας, προκαλώντας της “βλάβες στη γνάθο, στα χείλη, στα δόντια“. Ότι η ίδια “αναγκάσθηκε, λόγω του τραυματισμού” της από την έκρηξη, να λάβει ειδική φαρμακευτική αγωγή και να παραμείνει κλινήρης επί δίμηνο. Ότι επιπλέον παρουσίασε “μετατραυματικές αγχωτικές διαταραχές“. Ότι, για τα παραπάνω, “αποκλειστικά υπεύθυνη και υπαίτια ήταν η εναγόμενη” εντολέας μας. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα με την αγωγή της ζητούσε έξοδα φαρμάκων και νοσηλείας, διαφυγόντα κέρδη εκ της εργασίας της και ένα σημαντικό ποσό “για ηθική βλάβη από αδικοπραξία“, με κύρια νομική βάση τις διατάξεις του ν.2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και με επικουρική βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη και την ευθύνη από την αδικοπραξία.

Η αγωγή αντιμετωπίσθηκε από τους δικηγόρους της υπόθεσης εξ αρχής τόσο σε επίπεδο ουσίας, όσο και σε επίπεδο δικονομικό. Μαζί με την άρνηση της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής και την ανταπόδειξη, υπεβλήθησαν, με εκτενή ανάλυση και θεμελίωση, οι ενστάσεις: απαράδεκτου λόγω αοριστίας, απαράδεκτου λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και, επικουρικά, οικείου πταίσματος. Αναλύθηκε ο ν.2251/1994 ως προς τις έννοιες του παραγωγού και του προμηθευτή ώστε το Δικαστήριο να οδηγηθεί στην κρίση περί απαλλαγής του τελευταίου.

Επί της ουσίας, στηρίξαμε νομικά τον ισχυρισμό μας ότι η (υποτιθέμενη σε κάθε περίπτωση) ευθύνη της εντολέως μας  ως προμηθεύτριας  (άρθρο 7 παρ.8-9 Ν.2251/1994) διακρίνεται από την ευθύνη  της παραγωγού εταιρίας (άρθρο 7 παρ.7 νόμου), αλλά και αυτήν του εισαγωγέα από τρίτη χώρα (εκτός ΕΕ), καθ ότι ουδεμία παρέμβαση έλαβε χώρα  από την προμηθεύτρια ΑΕ  σε οποιοδήποτε παραγωγικό στάδιο και έτσι δεν ήταν δυνατόν αυτή να παρέμβει στα  χαρακτηριστικά  ασφάλειας  του προϊόντος. Ισχυρισθήκαμε ότι εκείνος που εισάγει προϊόν σε χώρα της Κοινότητας (και ειδικότερα στην ημεδαπή) από άλλη χώρα της Κοινότητας, δεν ευθύνεται κατά τις ως άνω διατάξεις για  ζημία που προκαλείται λόγω ελαττώματος του προϊόντος αυτού. Ο αποκλεισμός της ευθύνης του οφείλεται στην επιδίωξη των συντακτών της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ, που εξέδωσε στις 25.7.1985 το Συμβούλιο Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και προς συμμόρφωση με την οποία θεσπίσθηκε ο παραπάνω νόμος, να μη δημιουργούνται τεχνητά εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών της Κοινότητας. Επομένως, η ευθύνη βαραίνει μόνο αυτόν που εισάγει το προϊόν σε χώρα της Ένωσης από τρίτη χώρα και όχι από άλλη χώρα, που ανήκει στην Ε.Ε. Κατά συνέπεια, θεμελιώσαμε το ότι ο προμηθευτής υποκαθιστά μεν τον παραγωγό,  όταν όμως η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη (στην επίδικη περίπτωση,  η ταυτότητα  του παραγωγού ήταν  γνωστή στην ενάγουσα και το αποδείξαμε)  και, επίσης, όταν ο προμηθευτής παραβιάζει την υποχρέωση του να την γνωστοποιήσει στον καταναλωτή εντός εύλογης προθεσμίας.

Μεταξύ άλλων, με ένσταση μας, πετύχαμε να ΜΗΝ ληφθεί υπόψη ένορκη βεβαίωση της ενάγουσας-αντιδίκου αφού “αυτή, κατά το περιεχόμενο της δόθηκε προς υποστήριξη των αγωγιών ισχυρισμών (238 ΚΠολΔ) και δεν αφορά σε σχολιασμό μαρτυρικών καταθέσεων ή σε αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών…”.

Η απόφαση που εξεδόθη μας δικαίωσε πλήρως, καθώς η αγωγή εναντίον της εντολέως μας απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σημαντικές σκέψεις της απόφασης αυτής ακολουθούν:

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§1, 2 και 4 στοιχείο α’, 6 §§1, 5 και 6, 7 §§1 και 2 του ν.2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών δεν σκοπεί να υποκαταστήσει το πλέγμα των νομικών διατάξεων, το οποίο ρυθμίζει τις συνέπειες από την πώληση ελαττωματικού πράγματος, αλλά θεσμοθετεί την ευθύνη του παραγωγού που διέθεσε στην αγορά προϊόντα μη ασφαλή, από τη χρήση των οποίων προέκυψε ζημία στον καταναλωτή. Η έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 εδ.α’ του ν.2251/1994, είναι ευρεία καθώς καταλαμβάνει, κατά το γράμμα του, κάθε πρόσωπο που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση, για την οποία προορίζεται, είναι προσωπική ή επαγγελματική. Ελαττωματικό είναι όχι το προϊόν που έχει ελαττώματα ή στερείται των συμφωνημένων ιδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 534 ΑΚ, αλλά εκείνο που δεν παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, ενόψει όλων των ειδικών ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών, υπό τις οποίες αυτό τίθεται σε κυκλοφορία και του χρόνου κατά τον οποίο κυκλοφόρησε. Η ως άνω θεσπισθείσα με τον ν.2251/1994 ρύθμιση, αποτελεί στην ουσία ειδική ρύθμιση της αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ενώ οι κοινές διατάξεις εφαρμόζονται μόνο αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή (άρθρο 14 § 5 ν.2251/1994) ή πρόκειται για θέματα τα οποία δεν καλύπτονται από την ειδική ρύθμιση. Στο πλαίσιο της ειδικής αυτής ρύθμισης του άρθρου 6 του ν.2251/1994, ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του (§ 1) και απαλλάσσεται αν αποδείξει τη συνδρομή ορισμένων αρνητικών προϋποθέσεων (ΑΠ 1343/2012, 1305/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων, δηλαδή, καταναλωτής έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί με την αγωγή  αποζημίωσης και να αποδείξει το ελάττωμα και την ταυτότητα του προϊόντος, δηλαδή τη σύνδεση του με τον εναγόμενο παραγωγό ή τα λοιπά εξομοιούμενα με αυτόν πρόσωπα (παρ.2-4), τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η ζημία λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης (§6), ενώ, κατά την παρ.8, για τον αποκλεισμό της ευθύνης του παραγωγού και των λοιπών εξομοιούμενων προσώπων, πρέπει αυτοί να επικαλεστούν και να αποδείξουν την συνδρομή λόγου απαλλαγής τους και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την έλλειψη υπαιτιότητάς τους, αφού η ευθύνη τους έχει διαμορφωθεί ως γνήσια αντικειμενική(ΑΠ 1359/2018, ΤΡΑΠΕΖΑΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 §2 εδ.α’ ν.2251/1994, «ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής τελικού προϊόντος, πρώτης ύλης ή συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό του γνώρισμα», ενώ ως παραγωγός, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρείται και ο εισαγωγέας, σύμφωνα με την §3 του ίδιου ως άνω άρθρου που ορίζει ότι «όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση, χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση ή άλλης μορφής διανομή στα πλαίσια της επαγγελματικής εμπορικής του δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός». Σημειώνεται εδώ ότι, στο άρθρο 3 §§ 1 και 2 της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985, «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης ελαττωματικών προϊόντων», η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο αρχικά με το ν.1961/1991 και τέλος με το ν.2251/1994, ορίζεται ότι ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής ενός τελικού προϊόντος, ο παραγωγός κάθε πρώτης ύλης ή ο κατασκευαστής ενός συστατικού, καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμίας, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο (παρ.1), και ότι, με την επιφύλαξη της ευθύνης του παραγωγού, οποιοσδήποτε εισάγει στην Κοινότητα ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, leasing ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός του κατά την έννοια της παρούσας Οδηγίας και υπέχει ευθύνη παραγωγού. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι, κατά πλάσμα δικαίου, ως παραγωγός θεωρείται και, ο εισαγωγέας, το πρόσωπο, δηλαδή, το οποίο, με σκοπό την πώληση, εκμίσθωση, leasing ή άλλης μορφής διάθεση στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, εισάγει ένα προϊόν στην Κοινότητα από τρίτη χώρα και κατά συνέπεια, όποιος διακινεί προϊόντα μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευθύνεται μόνο ως προμηθευτής (ΑΠ 499/2017, ΕφΑΘ 338/2020, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 §7 του ν.2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το ν. 3587/2007, οριζόταν ρητά ότι «η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις αδικοπραξίες. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχική οδύνη λόγω θανάτου». Ενόψει της διάταξης αυτής, δεν παρεχόταν απευθείας αξίωση για χρηματική ικανοποίηση για ζημία που προκλήθηκε από ελαττωματικό προϊόν, κατά του παραγωγού αυτού, η οποία (αξίωση) μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο στο πλαίσιο της αδίκοπρακτικής ευθύνης του κοινού αδικοπρακτικού δικαίου (ΑΚ 914, 932 ΚΠολΔ) ή του διαμορφωθέντος νομολογιακού αδικοπρακτικού δικαίου της ευθύνης του παραγωγού (ΑΚ 914, 281, 288, 925 με ανάλογη εφαρμογή, 932). Να σημειωθεί ότι, μετά την τροποποίηση του ν.2251/1994, το άρθρο 6 §7 ορίζει ότι «χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος άρθρου». Για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του παραγωγού, κατά τις κοινές διατάξεις, απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, με την οποία να συνδέεται η (αντικειμενική) βλαπτική ελαττωματικότητα του προϊόντος. Η συμπεριφορά είναι παράνομη όχι μόνο όταν προσκρούει σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και όταν εξέρχεται από τα όρια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, όπως τα όρια αυτά προκύπτουν από τα άρθρα 5 §1 του Συντάγματος, 200, 281, 288 ΑΚ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα χρηστά συναλλακτικό ήθη δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητας (αρχή της εμπιστοσύνης). Τα κατάλληλα μέτρα μπορεί να προκύπτουν άμεσα από διάταξη ουσιαστικού νόμου, διαφορετικά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Διαμορφώνονται έτσι οι ειδικότερες συναλλακτικές υποχρεώσεις, που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και καθορίζουν το αναγκαίο επίπεδο ασφάλειάς της.

Επίσης, με την §2 του ίδιου άρθρου καθορίζεται η έννοια του ασφαλούς προϊόντος, όπως επίσης και οι περιστάσεις που διαμορφώνουν τον ορίζοντα ασφαλείας. Ως ασφαλές θεωρείται ένα προϊόν όταν, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης, δεν παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή παρουσιάζει κινδύνους χαμηλού επιπέδου, οι οποίοι κρίνονται αποδεκτοί στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού προστασίας της υγείας και ασφάλειας των προσώπων. Το ελάττωμα και η ταυτότητα του προϊόντος, η ζημία από τη συνηθισμένη (την κατά προορισμό) χρήση του και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ελαττώματος και ζημίας, είναι στοιχεία που έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ενάγων καταναλωτής (ή ο ζημιωμένος τρίτος) για να θεμελιώσει και κατά τις κοινές διατάξεις αδικοπρακτική ευθύνη του παραγωγού ή ανάλογα των προμηθευτών του προϊόντος (ΚΠολΔ 338 § 1). Το αίτιο, όμως, της βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος με τη μορφή της υπαίτιας παράβασης συγκεκριμένης συναλλακτικής υποχρέωσης του παραγωγού ή των προμηθευτών του προϊόντος, ο καταναλωτής βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία να το προσδιορίσει και να το αποδείξει, αφού αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του προϊόντος, δηλαδή προς τη σφαίρα επιρροής άλλων προσώπων και, συνεπώς, δεν μπορεί να γνωρίζει τις πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν στην κυκλοφορία ελαττωματικού προϊόντος. Γίνεται δεκτό, έτσι, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 925 ΑΚ, που απηχεί τη λεγόμενη θεωρία των «σφαιρών επιρροής» προέλευσης των κινδύνων, ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από το σχετικό βάρος και, αντίθετα, έχει το βάρος ο παραγωγός ή ο προμηθευτής του προϊόντος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι, κατά το χρόνο που το προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής του, δεν υπήρξε πλημμέλεια στην παραγωγή ή ανάλογα στη συντήρηση και διάθεση του προϊόντος ή ότι η τυχόν πλημμέλεια δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή σε υπαιτιότητα των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται (ΑΚ 71, 922 ΑΚ). Έτσι, με αναστροφή του βάρους απόδειξης, η αδικοπρακτική ευθύνη των προσώπων αυτών διαμορφώνεται κατά τις κοινές διατάξεις σε νόθο αντικειμενική (ΑΠ 1938/2006, 891/2013, 1359/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 καί 543 ΑΚ, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που, κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Εναλλακτικά, και υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, δικαιούται να επιλέξει τη μη άσκηση των δικαιωμάτων διόρθωσης, αντικατάστασης ή υπαναχώρησης και αντ’αυτών να ζητήσει απευθείας αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 499/2017, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 543 ΑΚ «αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικούπράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, εφ’ όσον η προβλεπόμενη σε αυτές αποζημίωση οφείλεται στο πλαίσιο της συμβατικής ευθύνης του πωλητή λόγω της ελαττωματικότητας του πράγματος (παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης), συνιστά περίπτωση θετικού διαφέροντος «για μη εκπλήρωση της σύμβασης» (543 εδ.α‘), που αποσκοπεί, καλύπτοντας τόσο τις θετικές ζημίες όσο καί το διαφυγόν κέρδος του αγοραστή, να τον φέρει (οικονομικά) στη θέση που θα βρισκόταν αν το πράγμα ανταποκρινόταν στη σύμβαση, δεν είχε δηλαδή το πραγματικό ελάττωμα ή αν έφερε τη συνομολογημένη ιδιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής επιλέξει να κρατήσει το πράγμα, δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση α) τόσο για τη θετική ζημία που επήλθε από την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος και που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της αξίας που θα είχε το πωληθέν χωρίς την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας ή χωρίς το πραγματικό ελάττωμα, και εκείνης που έχει ήδη το ελαττωματικό ή σε όσα δαπάνησε για την αποκατάσταση της έλλειψης και όχι στην πλήρη από την μη εκτέλεση της σύμβασης καθ’ ολοκληρίαν οφειλώμενη αποζημίωση (ΑΠ 553/2009· ΕφΘεσ 1057/2013, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ) όσο και για το διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας ή της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος, β) για τη λεγόμενη «περαιτέρω ζημία», δηλαδή τη ζημία σε άλλα αγαθά, πέρα από το αντικείμενο της πώλησης ή σε αγαθά που απορρέουν από την προσωπικότητα (π.χ. στην υγεία του, στην κυριότητά του σε άλλα αντικείμενα κ.τ.λ.), η οποία, χωρίς να συνδέεται άμεσα με την «εκπλήρωση» της παροχής του πωλητή, οφείλεται εντούτοις έμμεσα και αυτή αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ζημίες που οφείλονται μεν αιτιωδώς στην ελαττωματικότητα του πράγματος, αλλά δεν εμπίπτουν σε εκείνες που καταλαμβάνονται από το στοιχείο (α) ανωτέρω της παρούσας (ΑΠ 1588/2018, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι δυνατόν, όμως, μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως καί ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καί χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή κρίνεται κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (ΟλΑΠ 969/1973, ΝοΒ 22.505· ΑΠ 500/2010- 983/2019, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης λόγω πραγματικού ελαττώματος και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία, θα πρέπει το πραγματικό ελάττωμα να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή (ΕφΘεσ 867/2008, Αρμ 2009.362, ΕφΠειρ 322/2016, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ). Όπως όταν ο πωλητής αποσιωπά δολίως την ύπαρξη του ελαττώματος από τον αγοραστή ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον τελευταίο και συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν to πραγματικό της αδικοπραξίας και, συγκεκριμένα, της αστικής απάτης (άρθρα 147 και 149 ΑΚ). Έτσι,  δόλια αποσιώπηση υπάρχει όταν ο πωλητής, κατά τον παραπάνω χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, ενώ, πλην άλλων, γνωρίζει την ύπαρξη ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας και επιπλέον ότι η ανακοίνωσή του στον αγοραστή, που το αγνοεί, θα απέτρεπε αυτόν από την αγορά, δεν του το ανακοινώνει, όπως από την καλή πίστη και την μεταξύ τους, λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, σχέση επιβαλλόταν. Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47.391, 1190/2007, 727/2019, ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ).

Ωστόσο, η κρισιολογούμενη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως τέτοια διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ευθύνη για τη ζημία που προκαλεί μη ασφαλές προϊόν σε κάθε περιουσιακό στοιχείο του καταναλωτή, εκτός από το ίδιο το καταναλωτικό προϊόν, με βάση τα άρθρα 6 και 7 του ν.2251/1994 έχει ο παραγωγός, ενώ α) ο εισαγωγέας ευθύνεται μόνο όταν το προϊόν εισάγεται από τρίτη χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπτωση η οποία δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η επίδικη συσκευή κατασκευάστηκε σε τρίτη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, και β) ο προμηθευτής προϊόντων εισαγωγής από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευθύνεται μόνο όταν η ταυτότητα του παραγωγού είναι άγνωστη, εκτός αν ο προμηθευτής μέσα σε εύλογο χρόνο ενημερώσει τον καταναλωτή για την ταυτότητα του παραγωγού ή αυτού που του προμήθευσε το προϊόν, περίπτωση η οποία δε συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση, γιατί η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η εναγομένη αρνήθηκε να της αποκαλύψει την κατασκευάστρια της επίδικης συσκευής. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς αμφότερες τις επικουρικά σωρευόμενες βάσεις της, ήτοι της ενδ ο συμβατικής ευθύνης και της ευθύνης από αδικοπραξία, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που μνημονεύονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ως και σε αυτές των άρθρων 297, 298, 330, 345, 346, 513, 537 §2, 914 και 932 ΑΚ, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή, κατα το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της…

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εταιρία, ως απλά και μόνο προμηθευτής της επίδικης καφετιέρας από την … εταιρία, δε θα μπορούσε και εκ των πραγμάτων δεν παρενέβη σε οποιοδήποτε στάδιο παραγωγής – κατασκευής αυτής, ούτε δε και στην εξέταση και διαπίστωση των προδιαγραφών ασφαλείας της, μη έχοντας προς τούτο νομική υποχρέωση. Τούτο δε διότι, με την ως άνω αναφερόμενη αποκλειστική ιδιότητα του προμηθευτή, η εναγόμενη ουδέποτε εγγυήθηκε, διά των νομίμων εκπροσώπων της, την ορθή λειτουργία της ούτε πραγματοποίησε τον τελικό έλεγχο του συγκεκριμένου προϊόντος, απορριπτομένου ως αναληθή και ουσιαστικά αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, η οποία, άλλωστε, ουδόλως προσκομίζει –φέρουσα και το σχετικό βάρος απόδειξης– το επικαλούμενο συνοδεύον τη συσκευή φυλλάδιο εγγύησης με την περιεχόμενη σε αυτό βεβαίωση ότι αυτή (η εναγόμενη) πραγματοποίησε τον τελικό έλεγχο της συσκευής. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, με την προαναφερόμενη ιδιότητα, η εναγόμενη εκπλήρωσε όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο υποχρεώσεις της, ήτοι: α. ενημέρωσε προσηκόντως τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, β. ενέκρινε το δελτίο τύπου της τελευταίας, γ. διένειμε το δελτίο αυτό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δ. ανήρτησε το δελτίο στο ιστολόγιο και τα καταστήματα της και, ταυτόχρονα, απηύθυνε πρόσκληση στο καταναλωτικό κοινό να επιστρέφει τη συσκευή και ε. προέβη στην άμεση απόσυρση των λοιπών συσκευών που δεν είχαν διατεθεί. Πέραν τούτων, αποδείχθηκε ότι, κατά το χρόνο αγοράς της επίδικης καφετιέρας από την ενάγουσα και για χρονικό διάστημα τριών και πλέον μηνών, ουδέν πρόβλημα υπήρχε ή είχε εμφανιστεί στη λειτουργία της, ενισχύοντας την κρίση του Δικαστηρίου ότι η συσκευή δεν έφερε πραγματικό, ήτοι κατασκευαστικό, ελάττωμα, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας, εδραζόμενου στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 537 § 2 ΑΚ. Τούτο δε, διότι α. ουδέποτε η επίδικη συσκευή παραδόθηκε από την ενάγουσα στην εναγομένη προκειμένου να εξετασθεί ως προς τη λειτουργία της και να διαπιστωθεί το πρόβλημα που οδήγησε στην εκτίναξη της βαλβίδας της και συνακόλουθα στον τραυματισμό της ενάγουσας…

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρισιολογούμενη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μετά την απόρριψη της αγωγής η συνεκδικαζόμενη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 ΚΠολΔ, 63 §1, l περ. α’, 65, 68 § 1 και 166 ν.4194/2013 «Κώδικα Περί Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.