1865/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία, τιμολόγια): απορρίπτει την αγωγή του αντιδίκου μας, δεκτής γενομένης της ένστασης αοριστίας που υποβάλαμε.

Δικηγόρος εναγόμενων / σύνταξη προτάσεων και ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός, από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (άρθρα 117 και 118 ΚΠολΔ), πρέπει να περιέχει επιπλέον: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον Νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής του πωλητή κατά του αγοραστή, με την οποία ζητείται η καταβολή σε αυτόν του οφειλόμενου τιμήματος των πωληθέντων, θα πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως πωλήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, και δη θα πρέπει να αναφέρονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, α) η κατάρτιση της οικείας συμβάσεως πωλήσεως, β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) η τιμή εκάστου πωληθέντος πράγματος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα (ΑΠ 577/2016, ΑΠ 1281/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 16/2009 σε ΕλλΔνη 2009.521, ΑΠ 1417/1999 σε ΕλλΔνη 41.766). Αντιθέτως, δεν απαιτείται αναφορά των αριθμών των σχετικών τιμολογίων και των λοιπών σχετικών φορολογικών παραστατικών, που εξεδόθησαν στο πλαίσιο της συμβάσεως πωλήσεως (ΕφΘεσ 1878/2002 σε Αρμ 2004.550, ΕφΘεσ 822/1991 σε Αρμ 1981.447). Σε περίπτωση, δε, που το συνολικό τίμημα διαμορφώθηκε από περισσότερες ομοειδείς αιτίες, για τις οποίες εκδόθηκαν αντίστοιχα παραστατικά, και γίνεται επίκληση μερικότερων καταβολών, δεν αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρεται αναλυτικά κάθε επιμέρους καταβολή κι έναντι ποίου χρέους καταβλήθηκε.

Ωστόσο, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, στο σύνολό της, διότι στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζεται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ως έδει, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η αιτία των απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων από τις μεταξύ τους διαδοχικώς συναφθείσες συμβάσεις πωλήσεως. Πλέον συγκεκριμένα, στο αγωγικό δικόγραφο ουδόλως διαλαμβάνεται οιαδήποτε μνεία σχετικά με την τιμή μονάδος, δηλαδή το συμφωνημένο τίμημα εκάστου εκ των πωληθέντων και παραδοθέντων στις εναγόμενες xxx προϊόντων. Αντιθέτως, η ενάγουσα αρκείται σε μία απλή παράθεση των αριθμών, των ημερομηνιών εκδόσεως και της συνολικής αξίας εκάστου εκ των ως άνω έξι (6) τιμολογίων πωλήσεως, ενώ παραλλήλως αναφέρει την ποσότητα (αριθμό κουτιών) και το είδος των πωληθέντων xxx προϊόντων, χωρίς, ωστόσο, να μνημονεύει και την καθαρή αξία, τον αναλογούντα Φ.Π.Α. και τη συνολική αξία εκάστου εκ των πωληθέντων στις εναγόμενες εμπορευμάτων και χωρίς να προβαίνει σε ενσωμάτωση στο αγωγικό δικόγραφο φωτοτυπικών αντιγράφων των πλήρων σωμάτων των αντιστοίχων εκδοθέντων, για κάθε σύμβαση πωλήσεως, παραστατικών τιμολογίων πωλήσεως ή δελτίων αποστολής, ώστε να προκύπτουν τα ανωτέρω απαιτούμενα στοιχεία που εξειδικεύουν την αιτία των επιμέρους ενδίκων απαιτήσεών της. Περαιτέρω, η ενάγουσα, ενώ ισχυρίζεται ότι το συνολικό τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 455.968,15 ευρώ, ακολούθως επικαλείται ότι το εισέτι ανεξόφλητο υπόλοιπο της οφειλής των εναγομένων έχει διαμορφωθεί στο χρηματικό ποσό των 450.795,81 ευρώ, δηλαδή συνομολογεί εμμέσως ότι οι αντίδικές της έχουν προβεί σε καταβολή προς αυτήν του χρηματικού ποσού (455.968,15 ευρώ – 450.795,81 ευρώ =) 5.172,34 ευρώ, χωρίς, ωστόσο, να την καταλογίζει έναντι μερικής (ισόποσης) εξοφλήσεως του τιμήματος ορισμένης εκ των ανωτέρω διαδοχικώς συναφθεισών συμβάσεων πωλήσεως. Επιπλέον, η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, διώκει να της επιδικασθεί το χρηματικό ποσό των 60.950,00 ευρώ, ως μέρος της μείζονος συνολικής απαιτήσεώς της, ύψους 450.795,81 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τα ανωτέρω, στο υπολειπόμενο τίμημα εκ των διαδοχικώς συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων πωλήσεως, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει σε ποια ή ποιες επιμέρους συμβάσεις πωλήσεως από τις πλείονες τοιαύτες αντιστοιχεί η νυν καταγόμενη υπό δικαστική διάγνωση, μερικότερη αξίωσή της. Αντιθέτως, αρκείται απλώς στο να διαλάβει στην αγωγή της μία αόριστη διάκριση της συνολικής οφειλής των εναγομένων σε μη αμφισβητούμενη, χρηματικού ποσού 389.845,77 ευρώ, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθμ. xxx/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, και σε αμφισβητούμενη τοιαύτη, χρηματικού ποσού 60.950,00 ευρώ, χωρίς παράλληλα να προσδιορίζει τις επιμέρους αιτίες, δηλαδή να διακρίνει τα οφειλόμενα εν μέρει ή εν συνόλω τιμήματα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως που συνήφθησαν μεταξύ τους και που αντιστοιχούν αφενός μεν στην επίδικη αξίωσή της και αφετέρου σε αυτήν που της επιδικάσθηκε με την προρρηθείσα διαταγή πληρωμής.

Συνεπεία, δε, τούτων, αποστερείται η δυνατότητα στο παρόν Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, καθώς και στις εναγόμενες να προβάλουν λυσιτελώς την άμυνά τους κατά της ασκηθείσης σε βάρος τους αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν, επομένως, των ανωτέρω, δεκτού γενομένου και του συναφώς περί αοριστίας προβληθέντος ισχυρισμού των εναγομένων, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η ενάγουσα να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατόπιν υποβολής σχετικού προς τούτο αιτήματος εκ μέρους των τελευταίων (άρθρα 176, 180 παρ.1, αναλόγως εν προκειμένω εφαρμοζόμενη και για την περίπτωση που πλείονες διάδικοι νικούν, 191 παρ.2 και 106 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με άρθρα 58 παρ.4, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 84 του Ν. 4194/2013), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

1242/2021 Θ’ Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (προσφυγή κατά ΕΦΚΑ και εκδοθείσης ΠΕΠ): ακυρώνει την Πράξη Επιβολής Προστίμου, που εκδόθηκε κατόπιν έλεγχου καταστήματος-ατομικής επιχείρησης, για: (α) μη αναγραφή εργαζόμενου στον Πίνακα Προσωπικού Ε4 και (β) μη τήρηση του ισχύοντα Πίνακα Προσωπικού (ακύρωση προστίμου 10.550,54 ευρώ + 500,00 ευρώ αντίστοιχα = 11.050,54 ευρώ).

Δικηγόρος προσφεύγοντος / σύνταξη προσφυγής / σύνταξη υπομνήματος: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, επιδιώκεται η ακύρωση της  M…/2017 πράξης του αρμοδίου υπαλλήλου της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης (Ε.Υ.Π.Ε.Α.) …,  με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο συνολικού ύψους 11.050,54 ευρώ, για τις αποδιδόμενες παραβάσεις της απασχόλησης και της μη καταχώρησης μίας εργαζόμενης άνω των 25 ετών στον ισχύοντα πίνακα προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4255/2014 (Α΄89) και της κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου αυτού εκδοθείσας Φ. 11321/11115/802/02.06.2014 υπουργικής απόφασης (Β΄ 1551) και της μη τήρησης του ισχύοντος Πίνακα Προσωπικού (Ε4) και β) των 53692/2017 και 68306/2017 δελτίων έλεγχου.

Επειδή … θεσπίζεται μαχητό τεκμήριο ότι ο αναφερόμενος από τα αρμόδια όργανα ως εργαζόμενος, που δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, ο οποίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποδεικνύοντας ότι δεν τον συνδέει καμία σχέση εργασίας με το πρόσωπο το οποίο το ασφαλιστικό όργανο θεώρησε ως μισθωτό του, με συνέπεια να του αποδώσει την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας περί μη αναγραφής του στον πίνακα προσωπικού (πρβλ. ΣτΕ 2151/2017 7μ).

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 171 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής Κ.Δ.Δ.) ορίζεται ότι «1. Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο και κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνεται σε αυτά, είτε ότι ενήργησε ο συντάκτης τους είτε ότι έγιναν ενώπιόν του, ως προς τα οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη μόνο εφ’ όσον τα έγγραφα αυτά προσβληθούν ως πλαστά. 2. … 3. Κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων, καθώς και όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών, εκτιμάται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 148. … 4. … 5. … 6. …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η συντασσόμενη από το αρμόδιο δημόσιο όργανο έκθεση ελέγχου αποτελεί δημόσιο έγγραφο, ως προς τα γενόμενα, όμως, μόνον από τον συντάξαντα αυτήν ή ενώπιόν του, ως προς τα οποία και μόνον η βεβαίωση στην εν λόγω έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη. Αντιθέτως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δημόσιο έγγραφο, όσα το ανωτέρω πρόσωπο διαπίστωσε κατά την άσκηση του ελεγκτικού του έργου αναφορικά με τα ανωτέρω γεγονότα, πολλώ δε μάλλον οι σχετικές εκτιμήσεις, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα αυτού, ως προς τα οποία τα δικαστήρια εκτιμούν ελευθέρως την έκθεση ελέγχου, χωρίς να δεσμεύονται από αυτήν (βλ. Σ.τ.Ε.  1233/ 2019, 2563/2016,  1639,  1315/2014, 4216/2013, 377/2007). 

Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα της ανωτέρω πράξης επιβολής προστίμου και ζητά την ακύρωσή της. Αντίθετα, η διάδικη αρχή, με την xxx έκθεση απόψεων, ζητά την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής … Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά τον χρόνο του ελέγχου ουδεμία εργασιακή σχέση τον συνέδεε με την …, η οποία προσελήφθη σε μεταγενέστερο χρόνο στην επιχείρηση, κατόπιν χορήγησης της απαιτούμενης άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, η οποία εκκρεμούσε … Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα στοιχεία:

Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη, οι κρίσεις και τα συμπεράσματα που δι,ατυπώνονται σε εκθέσεις ελέγχου από τα διοικητικά όργανα που διενεργούν έλεγχο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εκτιμώνται ελευθέρως από τα διοικητικά δικαστήρια (Δ.Εφ.Αθ. 989/2020, Δ.Εφ.Θεσ. 987/2020). Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, στο xxx/2017 δελτίο ελέγχου των αρμόδιων οργάνων της ΕΥΠΕΑ xxx, αναγράφεται το όνομα της xxx με την ένδειξη «λάντζα», χωρίς να εξειδικεύεται από ποια πραγματικά περιστατικά συνήγαγαν την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, δυνάμει της οποίας αυτός εκτελούσε καθήκοντα εργαζομένου (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 3850/2018). Εξάλλου, η υπογραφή του εν λόγω δελτίου ελέγχου από την …, δεν έχει την έννοια ότι αυτή συνομολόγησε την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας με τον προσφεύγοντα (Δ.Εφ.Πατρ. 297/2019), δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται και από αντίστοιχη δήλωσή της για το καθεστώς απασχόλησής του (πλήρες ή μειωμένο ωράριο και ημέρες εργασίας), ενώ και η αναγραφόμενη ημερομηνία πρόσληψής της συμπίπτει με την ημερομηνία του ελέγχου. Πρόσθετα, κατά τον χρόνο του ελέγχου βρέθηκαν νομότυπα καταχωρημένοι οκτώ εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και μισθωτή απασχολούμενη στην κατηγορία «Λάντζα», ενώ η εκτίμηση των ελεγκτών δεν συνεπικουρείται από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως μαρτυρίες υπαλλήλων όμορων επιχειρήσεων, προγενέστερες ή μεταγενέστερες εκθέσεις ελέγχου, στις οποίες να αναγράφεται ότι είχε βρεθεί και πάλι απασχολούμενη (Δ.ΕφΘεσ. 752/2020, Δ.Εφ.Λαρ. 14/2020, Δ.Εφ.Αθ. 4210/2019). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω, δεν αποδεικνύεται ότι η xxx εργαζόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην επιχείρηση του προσφεύγοντα και επομένως, ο τελευταίος δεν είχε υποχρέωση να την καταχωρήσει στο σχετικό Πίνακα Προσωπικού και δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες παραβάσεις. Συνεπώς, μη νομίμως με την προσβαλλόμενη πράξη καταλογίσθηκε σε βάρος του το ένδικο πρόστιμο και για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να ακυρωθεί. 

Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτήνα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να διαταχθεί η απόδοση στον προσφεύγοντα του παραβόλου που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔιοικΔικ.).