877/2023 Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης: απέρριψε ουσία την έφεση του ΕΦΚΑ κατά της πρωτόδικης 1237/2020 Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που μας δικαίωσε.

Δικηγόρος εφεσιβλήτου ασφαλισμένης / σύνταξη υπομνήματος / παρασταθείς δικηγόρος: Σ.Μαυρίδης (ΔΣΘ 4474).

Με την έφεση (σ.σ.: του ΕΦΚΑ) ζητείται η εξαφάνιση της 1237/24.2.2020 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Β΄). 
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και,  αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα, σκέφθηκε κατά τον Νόμο:

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία ασκήθηκε από τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικό διάδοχο του «Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών» (ΟΑΕΕ), για την άσκηση, δε, της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου, επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 1237/24.2.2020 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της ήδη εφεσίβλητης κατά της 65/συν.13/21.4.2016 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) της Α΄ Περιφερειακής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης του Ο.Α.Ε.Ε., με την οποία είχε απορριφθεί ένστασή της κατά της 41/11.1.2016 απόφασης της Προϊσταμένης του Τμήματος Συντάξεως της ανωτέρω Διεύθυνσης, απορριπτικής της από 29.9.2015 αίτησής της, να της μεταβιβασθεί η σύνταξη του αποβιώσαντος συζύγου της, συνταξιούχου λόγω αναπηρίας εν ζωή του Ο.Α.Ε.Ε., με την αιτιολογία ότι δεν είχε παρέλθει πενταετία από την τέλεση του γάμου τους.

3. Επειδή, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Με τον ν. 3863/2010 ο νομοθέτης, επιδιώκοντας να ρυθμίσει ενιαία, για όλους τους φορείς που απονέμουν σύνταξη, τις ελάχιστες κοινές προϋποθέσεις απονομής σύνταξης στον επιζώντα σύζυγο σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου υπαλλήλου ή συνταξιούχου, έθεσε ως προϋπόθεση την πάροδο, από την τέλεση του γάμου έως τον θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου, τριών ή πέντε ετών, αντίστοιχα, και παράλληλα όρισε κοινές για όλους τους φορείς εξαιρέσεις από τον ανωτέρω κανόνα (βλ. σχετική αιτιολογική έκθεση). Επομένως, υπό την ισχύ του ν. 3863/2010, αναγκαίος κατ’ αρχήν όρος για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού κατά μεταβίβαση δικαιώματος υπέρ του επιζώντος συζύγου θανόντος συνταξιούχου, ο οποίος είχε την ιδιότητα αυτή κατά την τέλεση του γάμου, είναι, εφόσον δεν αποκτήθηκε κατά τον γάμο τέκνο, η συμπλήρωση πλήρους πενταετούς διάρκειας έγγαμης συμβίωσης έως τον επελθόντα θάνατο του συνταξιούχου. Η προϋπόθεση αυτή έχει θεσπιστεί για να διασφαλισθούν τα συμφέροντα και η βιωσιμότητα, ενόψει της επιδεινούμενης κρίσης του ασφαλιστικού συστήματος (βλ. σχ. εισηγητική έκθεση), των ασφαλιστικών οργανισμών και κατ’ επέκταση του συνόλου των συνταξιούχων και ασφαλισμένων, με την αποτροπή τέλεσης γάμων που αποβλέπουν αποκλειστικώς στη συνταξιοδότηση του ενός συζύγου μετά τον θάνατο του άλλου και, συνεπώς, στην καταστρατήγηση των προαναφερόμενων διατάξεων. Όμως, τέτοιος κίνδυνος καταστρατήγησης δεν συντρέχει, αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια ελεύθερη συμβίωση των μετέπειτα συζύγων, χωρίς την τέλεση γάμου, εφόσον η μη τέλεση του γάμου οφείλεται στην ύπαρξη νομικού, αποκλειστικώς, κωλύματος, ο δε γάμος τελέστηκε ευθύς μόλις εξέλιπε το κώλυμα αυτό. Στην περίπτωση αυτή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ως άνω προϋπόθεση κάμπτεται και για τη συμπλήρωση του απαιτούμενου για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπέρ του επιζώντος συζύγου χρόνου της πενταετίας έγγαμου βίου μπορεί να συνυπολογισθεί και η διάρκεια της κατά τα ανωτέρω ελεύθερης συμβίωσης (πρβλ. ΣτΕ 230/2023,1636/2022, 651/2018, 2624/2018, 4072/2013, 3782/2012, 926/2011, 739/2006 7μ., 816/2003 7μ. κ.ά.). Εξάλλου, η πενταετία ως ελάχιστη διάρκεια του γάμου αποτελεί πρόσφορο χρονικό περιορισμό, ο οποίος αποσκοπεί στην αποτροπή τέλεσης εικονικών γάμων ή εν γένει γάμων με μοναδικό σκοπό τη μελλοντική συνταξιοδότηση, ο περιορισμός δε αυτός δεν είναι υπέρμετρος ούτε δυσανάλογος προς τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό. Τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη και τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, ιδίως τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό γυναικών που εργάζονται εκτός οικίας αλλά και την αύξηση των διαζυγίων και κατ’ επέκταση τη μείωση του αριθμού των γάμων που διατηρούνται διά βίου, η πενταετία αποτελεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να δημιουργηθεί και να παγιωθεί μία κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης των συζύγων και να διαμορφωθεί ένα οικογενειακό επίπεδο διαβίωσης που χρήζει κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης. Πέραν τούτου, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπονται εξαιρέσεις από τη συμπλήρωση της πενταετούς έγγαμης συμβίωσης στην περίπτωση κατά την οποία από μικρής διάρκειας έγγαμη συμβίωση αποκτώνται (είτε με γέννηση είτε με υιοθεσία) παιδιά. Εξάλλου, από τις προπαρατεθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις δεν απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να απονέμει κοινωνικοασφαλιστικές παροχές λόγω θανάτου σε κάθε πρόσωπο με το οποίο ασφαλισμένος ή συνταξιούχος διατηρεί δεσμούς αγάπης και συντροφικότητας. Περαιτέρω, ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο κατά τη διαμόρφωση του εύρους της έμμεσης κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται μέσω των δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στα πρόσωπα που συνδέονται με τον αμέσως ασφαλισμένο, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες και τους διαθέσιμους πόρους των φορέων αυτών. Η επιλογή δε του νομοθέτη να απονείμει με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, όπως άλλωστε και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου μόνο σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε τελέσει γάμο εν ζωή (ή και σε πρόσωπο με το οποίο ο θανών είχε καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης κατά τα ήδη οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 4387/2016), και όχι σε κάθε πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη σχέσης με τα χαρακτηριστικά της ελεύθερης ένωσης με τον αποβιώσαντα, δεν συνιστά αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος του συμβιούντος σε ελεύθερη ένωση ούτε υποβάθμιση αυτού. Τούτο διότι οι τελούντες σε ελεύθερη ένωση έχουν επιλέξει μία μορφή κοινής ζωής, η οποία, σε αντίθεση προς τον θεσμό του γάμου, δεν διέπεται από συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ούτε συνιστά δημοσίως διατυπωμένη δέσμευση για την ίδρυση μίας σχέσης με διάρκεια και την ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων διατροφής μεταξύ των συντρόφων και συμβολής στις ανάγκες ενός κοινού (συζυγικού – οικογενειακού) οίκου. Ειδικότερα, ο γάμος παραμένει ένας θεσμός ευρέως αναγνωρισμένος, ο οποίος παρέχει μία ιδιαίτερη νομική ιδιότητα σε εκείνους που τον συνάπτουν, με συνέπεια να παρίσταται δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση των έγγαμων και των τελούντων σε ελεύθερη ένωση. Ενόψει των ανωτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3863/2010, κατά το μέρος που με αυτές τάσσεται η έγγαμη συμβίωση ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης του επιζώντος συζύγου λόγω θανάτου του άλλου και δεν αρκεί η επίκληση και απόδειξη συμβίωσης σε ελεύθερη ένωση δεν αντίκειται στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 8, 12 και 14 της ΕΣΔΑ (βλ. Σ.Κ. κατά Ελλάδας, αρ. προσφ. 9957/2008).

5. …. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της (σ.σ. η ασφαλισμένη) επικαλέστηκε και προσκόμισε πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων: … και 8) τις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, νομοτύπως ληφθείσες, κατ’ άρθρο 185 παρ. 2 του ΚΔΔ (βλ. την …/7.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Σ.Κ. προς τον καθ΄ου ΕΦΚΑ), ένορκες βεβαιώσεις, στις οποίες: α) ο μάρτυρας Γ.Χ. δηλώνει ότι γνώριζε την εφεσίβλητη και τον θανόντα σύζυγό της, τουλάχιστον επί είκοσι έτη, διότι ήταν γείτονες στην … Χαλκιδικής όπου παραθέριζαν, ότι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και επαφές καθ΄όλη τη διάρκεια του χρόνου και όχι μόνο στις καλοκαιρινές τους διακοπές, ότι όταν γνωρίσθηκαν η εφεσίβλητη και ο θανών ζούσαν «σαν παντρεμένοι», όπως δε του εξιστόρησαν, ήδη από το έτος 1992 στο ίδιο σπίτι, ότι είχε παραστεί στο γάμο τους, που τελέσθηκε όταν εκδόθηκε το διαζύγιο του θανόντος, ότι ο λόγος που δεν παντρεύτηκαν προ του έτους 2010, ήταν η ύπαρξη προηγούμενου γάμου του τελευταίου και ότι μετά το γάμο τους συνέχισαν να ζουν μαζί στην … και β) η μάρτυρας Α.Κ. δηλώνει ότι γνώριζε την εφεσίβλητη πολλά χρόνια προ του έτους 1992, διότι είχαν εξοχικές κατοικίες στην … Χαλκιδικής και τα παιδιά τους έκαναν παρέα, ότι η εφεσίβλητη ήταν σε διάσταση με τον πρώτο της σύζυγο όταν το 1992 γνώρισε τον θανόντα, ότι έκτοτε ζούσανε μαζί σαν ζευγάρι παντρεμένο, ότι ο θανών είχε προβλήματα με τον γάμο του για το λόγο αυτό καθυστερούσε η έκδοση του διαζυγίου, αλλά μόλις λύθηκε ο γάμος αυτός παντρεύτηκε με την εφεσίβλητη, ότι ζούσαν και συμπεριφέρονταν σαν πραγματική οικογένεια, διατηρώντας κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, έχοντας κοινή κοινωνική ζωή, επισκεπτόμενοι ο ένας την οικογένεια του άλλου και ότι στην … , όπου παραθέριζαν, τους θεωρούσαν ανδρόγυνο. Με τα δεδομένα αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε την προσφυγή της εφεσίβλητης, με το αιτιολογικό ότι όπως προέκυψε από την αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και ιδίως τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, η εφεσίβλητη συμβίωνε με τον αποβιώσαντα σύζυγό της επί μακρόν πριν τον γάμο τους, ο οποίος τελέστηκε μόλις εξέλιπε το σχετικό νομικό κώλυμα, καθώς και ότι ο σύζυγος της εφεσίβλητης απεβίωσε ένα μόλις μήνα πριν από τη συμπλήρωση 5 ετών από την τέλεση του γάμου τους, και έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να λάβει σύνταξη λόγω το θανάτου του συζύγου της, ακυρώνοντας την ως άνω απόφαση της Τ.Δ.Ε. 

7. Επειδή, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, σκοπός της διάταξης της παρ. 1 στοιχείο Β’ του άρθρου 12 του Ν. 3863/2010 είναι η διασφάλιση των συμφερόντων και της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών και κατ’ επέκταση του συνόλου των συνταξιούχων με την αποτροπή τέλεσης γάμων, που αποβλέπουν στη συνταξιοδότηση και μόνο του ενός συζύγου μετά το θάνατο του άλλου, κατά καταστρατήγηση των κειμένων σχετικών διατάξεων, β) κίνδυνος τέτοιας καταστρατήγησης δεν συντρέχει, αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια συμβίωση των συζύγων χωρίς την τέλεση γάμου, εφόσον όμως η μη τέλεση αυτή οφείλεται στην ύπαρξη νομικού, αποκλειστικά, κωλύματος, ο δε γάμος τελέσθηκε μόλις εξέλιπε το κώλυμα αυτό, γ) μεταξύ της τέλεσης του γάμου της εφεσίβλητης με τον αποβιώσαντα και ήδη συνταξιούχο σύζυγό της (9.9.2010) και του θανάτου του τελευταίου (9.8.2015), μεσολάβησε χρονικό διάστημα μικρότερο της πενταετίας που τάσσει ο νόμος για τη μεταβίβαση της σύνταξης σε χήρα συνταξιούχου, δηλαδή έλειπε ένας μήνας προ της συμπλήρωσης της προβλεπόμενης πενταετίας από την σύναψη του γάμου, δ) ο γάμος αυτός δεν είχε τελεστεί νωρίτερα εξαιτίας νομικού κωλύματος που εμπόδιζε την τέλεσή του, ήτοι λόγω προϋφιστάμενου γάμου του θανόντος, καθώς το διαζευκτήριο του θανόντος, από τον προηγούμενο γάμο του, εκδόθηκε στις 10.8.2010 και ο γάμος με την εφεσίβλητη, τελέστηκε αμέσως μετά την άρση του κωλύματος αυτού (σε ένα μήνα), και συνεκτιμώντας το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως τις προαναφερθείσες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις καταθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες πριν την τέλεση του γάμου τους, είχε προηγηθεί μακρόχρονη συμβίωση της εφεσίβλητης με τον θανόντα, ήτοι συγκατοικούσαν μόνιμα και σταθερά και είχαν κοινή προσωπική και κοινωνική ζωή, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να λάβει κύρια σύνταξη λόγω του θανάτου του συζύγου της, όπως νόμιμα και ορθά αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα

8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ: Απορρίπτει την έφεση.