7295/2021 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία): ανακοπή κατά ΔΠ από τιμολόγια, έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου / δεκτός ο 1ος λόγος της ανακοπής μας, άκυρη η προσβαλλόμενη ΔΠ και η επιταγή προς πληρωμή.

Δικηγόρος ανακόπτουσας/σύνταξη προτάσεων-ενστάσεων: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ, 4474).

Συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο: Αν. Πέτσας (ΔΣΑ).

Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου ένατου άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (μεταβατικές διατάξεις Ν.4335/2015) «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Κατά δε το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής…

Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδικήδιαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές … θα το έκανε με ρητή αναφορά στην Αιτιολογική του Έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με την διά παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων…

Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α’ ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ.1, 626, 628 παρ.1 εδ.α’, 632 παρ.1 και 633 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 1480/2007). 

Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ΚΠολΔ το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια – δελτία αποστολής εμπορευμάτων μόνον εάν αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων-δελτίων αποστολής) κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφαλείας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής, δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/ι2014, ΑΠ 1480/2007).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βουλήσεως από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευόμενου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευόμενου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση – βουλήσεως γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 1792/2002, 1308/2002). Η εξουσία αντιπροσωπεύσεως παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεται λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση, είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 134/2004).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξεως ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσωπήσεως δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής τους κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αιτήσεως και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρεώσεως από τον πιστωτικό τίτλο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθού η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι εγκύρως εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι το φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση εκ του πιστωτικού τίτλου νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002, ΑΠ 112/2002, ΑΠ 1215/2000).

Από το περιεχόμενο και το αίτημα της υπό κρίση ανακοπής προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής τρυ άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της εκτέλεσης που επισπεύδεται με την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω σώρευση είναι παραδεκτή (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 14 παρ. 2, 584, 632, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1, άρθρο τέταρτο του V- 4335/2015 και 933 παρ. 2, ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της αντικατάστασής του με το άρθρο όγδοο του άρθρου πρώτου του ν. 4335/2015), δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας [άρθρα 591 παρ. 1 περ. α’, 638 – 644, όπως ίσχυαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, και 937 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 παρ. 4 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012)] και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑΘ 547/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 5326/2007, ΕλλΔνη 2008.1099 και Νικολόπουλο σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775) … ενώ κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά της ως άνω από 11.8.2014 επιταγής προς εκτέλεση, η ανακοπή είναι επίσης εμπρόθεσμη κατά το άρθρο 934 § 1 α’ & β’ ΚΠολΔ, αφού μετά την επίδοση της ως άνω επιταγής προς πληρωμή δεν προκύπτει ότι ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης. Επομένως, πρέπει οι λόγοι της κρινόμενης ανακοπής να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και ουσία βάσιμο αυτών.

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της παρά πόδας αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής τεθείσας επιταγής προς εκτέλεση, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα λόγω μη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαιτήσεως για την οποία αυτή εκδόθηκε, καθώς δεν έχει τεθεί η υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ανακόπτουσας στα προς απόδειξη της απαίτησης της καθ’ης προσκομισθέντα τιμολόγια πώλησης αλλά η υπογραφή προσώπου που δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία ούτε του είχε παρασχεθεί εξουσιοδότηση προς παραλαβή των εμπορευμάτων και υπογραφή των σχετικών παραστατικών, ενώ μόνο σε ένα εξ αυτών έχει τεθεί η σφραγίδα της ανακόπτουσας εταιρείας. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής τυγχάνει αρκούντως ορισμένος και νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 626 ΚΠολΔ και θα πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ουσίαν βάσιμος … και να ακυρωθεί η υπ’αρ. … διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η από 11.8.2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Η έρευνα των λοιπών προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής παρέλκει καθώς με την ευδοκίμηση του ως άνω λόγου ανακοπής ικανοποιείται πλήρως το έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων (ΑΠ658/2007, ΑΠ 340/2006, ΕφΝαυπλ 90/2019, ΕφΑΘ 1294/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2292/2006 ΧριδΔ 2007.156, ΕφΑΘ 5824/2001 ΕλΔνη 2002.189).