Δικηγόρος εφεσιβλήτου: Στ. Μαυρίδης (ΔΣΘ,).
Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535 και 540 του ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 14 του ν. 3043/2002 και ισχύουν από την 21-8-2002, οπότε ο νόμος αυτός (με τον οποίο τροποποιήθηκε το ελληνικό δίκαιο της πώλησης προκειμένου να προσαρμοστεί στην Οδηγία 1999/44/ΕΚ) δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α 192 – βλ σχετ. άρθρο 14 αυτού), προκύπτει, ότι ο αγοραστής, κατά τις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται κατ’ επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνση του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει τη συνομολογημένη ιδιότητα, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκεια της, επηρεάζει θετικά στις συναλλαγές την αξία του ή τη χρησιμότητα του, σύμφωνα με τη σύμβαση, ενώ ως πραγματικό ελάττωμα (κατά την έννοια του προϊσχύσαντος άρθρου 534 ΑΚ) νοείται η ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή και η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος …
Υπό το νέο δίκαιο, μετά και την κατάργηση των άρθρων 559 – 561 ΑΚ, ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση, ενιαίως για κάθε πώληση, είτε γένους, είτε είδους, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα ένδικα βοηθήματα (ΑΠ 202/2007 δημοσίευση ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών η ευθύνη του πωλητή πλέον στην πώληση, ανεξάρτητα αν το πράγμα ορίζεται κατ’ είδος ή κατά γένος, αποτελεί ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης. Η παράδοση παροχής ελαττωματικής ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες συνιστά αθέτηση της υποχρέωσης προσήκουσας εκπλήρωσης, που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι διαπλαστικό, ενεργεί αναδρομικώς και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής, οι συμβαλλόμενοι δε έχουν υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Για τη γένεση του δικαιώματος υπαναχώρησης απαιτείται η αθέτηση της σύμβασης να είναι ουσιώδης. Πρέπει, δηλαδή, η παράβαση της σύμβασης να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού (χρήσης) της ενοχής (ΕφΑΘ 4794/2008 ΤρΝομΠλΔΣΑ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 542 ΑΚ το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνον μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστροφή βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Προς τούτο το δικαστήριο εξετάζει αν το πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή για την κατά προορισμό χρήση του και αν η ζημία του πωλητή από την υπαναχώρηση είναι δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αγοραστή…
Εξάλλου, κατά το άρθρο 543 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, «αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αγοραστής ασκήσει ένα από τα δικαιώματα του άρθρου 540 ΑΚ (διόρθωση ή αντικατάσταση ή μείωση του τιμήματος ή υπαναχώρηση) δικαιούται σωρευτικά με τα πιο πάνω δικαιώματα, να επιδιώξει την καταβολή σ’ αυτόν αποζημίωσης, η οποία περιλαμβάνει συμπληρωματικές ζημίες, που προκλήθηκαν από την ελαττωματικότητα του πράγματος, εφόσον συνδέονται αιτιωδώς με την ελαττωματικότητα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας…
Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, κατά το χρόνο παράδοσης του παραπάνω αυτοκινήτου από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη ευθύνης στο πρόσωπο του πωλητή, κατ’ άρθρο 537 παρ. 1 ΑΚ, έλλειπαν από αυτό οι συνομολογημένες μεταξύ των διαδίκων ιδιότητες σχετικά με το έτος κατασκευής του και τον αριθμό χιλιομέτρων που έως τότε είχε διανύσει, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ουσιώδεις, αφού επιδρούν καθοριστικά στην αξία ενός αυτοκινήτου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι το ένδικο αυτοκίνητο αγοράστηκε ως καινούργιο και όχι ως μεταχειρισμένο. Επίσης το παραπάνω πραγματικό ελάττωμα του αυτοκινήτου, δηλαδή η δυσλειτουργία του κινητήρα του, που διαπιστώθηκε σε σύντομο διάστημα, μικρότερο του εξαμήνου από την παράδοση του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋπήρχε και οφείλονταν στην εγκατάσταση του συστήματος βελτίωσης του κινητήρα του, είναι ουσιώδες, διότι αφορά νευραλγικό σημείο του αυτοκινήτου, με συνέπεια αυτό να καθίσταται ανασφαλές στην οδήγηση του και να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατά προορισμό χρήση του και για το λόγο αυτό ο ενάγων δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο αυτό, για το οποίο είχε προσδοκίες, κατά την αγορά του, υψηλής αξιοπιστίας, όχι μόνο γιατί το αγόρασε ως καινούργιο, αλλά και γιατί ήταν του συγκεκριμένου εργοστασίου κατασκευής, το οποίο απολαμβάνει φήμης … καταβάλλοντος μάλιστα τίμημα μεγαλύτερο από ότι αντίστοιχα αυτοκίνητα της κατηγορίας του. Λόγω του πραγματικού αυτού ελαττώματος, αλλά και της έλλειψης των παραπάνω συνομολογημένων ιδιοτήτων, δικαιολογείται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το ασκηθέν δικαίωμα της υπαναχώρησης εκ μέρους του ενάγοντος.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ίδια αναφορικά με την ύπαρξη του παραπάνω πραγματικού ελαττώματος κατά το χρόνο παράδοσης του αυτοκινήτου στον ενάγοντα και την έλλειψη των συνομολογημένων ιδιοτήτων αυτού κατά τον ίδιο χρόνο, το ύψος του καταβληθέντος τιμήματος και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ελαττώματος και επελθόντος αποτελέσματος, καθώς και ότι η βλάβη του κινητήρα του αυτοκινήτου δεν οφείλεται στην τοποθέτηση συναγερμού και στην αντικατάσταση του κινητήρα του αυτοκινήτου από τον ενάγοντα και έκρινε ότι νόμιμα ασκήθηκε από τον ενάγοντα το δικαίωμα υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση πώλησης, ορθά έκρινε και ο πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι … Απορριπτέος ως αβάσιμος επίσης είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε … ο ισχυρισμός του ότι σεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για υπαναχώρηση τον ενάγοντος από την ένδικη σύμβαση πώλησης, παρά μόνο για μείωση του τιμήματος του αυτοκινήτου, ενόψει του ότι ο ενάγων είχε μεταποιήσει το αυτοκίνητο με τοποθέτηση συναγερμού και αντικατάσταση εγκεφάλου, διότι οι εν λόγω μεταβολές δεν συνιστούν μεταποίηση, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 549 ΑΚ, καθόσον ως μεταποίηση νοείται η μετατροπή του πράγματος σε πράγμα άλλου είδους, ώστε να αποτελεί διαφορετικό πράγμα από εκείνο που πουλήθηκε … και σε κάθε περίπτωση η υπαναχώρηση από την ένδικη σύμβαση κρίνεται απόλυτα δικαιολογημένη, όπως προαναφέρθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δεν επιδίκασε μείωση μόνο του τιμήματος, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα του εναγομένου, δεν έσφαλε … Ο αγοραστής αρκεί να αποδείξει την έλλειψη ενός από τα τέσσερα κριτήρια, που θέτει η διάταξη του άρθρου 535 ΑΚ για να αποδείξει τη μη εκπλήρωση από τον πωλητή και στην προκειμένη περίπτωση έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη ότι συντρέχει η έλλειψη της περ.3 του εν λόγω άρθρου (ακαταλληλότητα του αυτοκινήτου για την κατά προορισμό χρήση του) και σε κάθε περίπτωση η περ.4 αναφέρεται στην προσδοκία του αγοραστή από την ποιότητα ή την απόδοση από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του και όχι στην προσδοκία του πωλητή από τις παραπάνω δημόσιες δηλώσεις τρίτων προσώπων.